Σάββατο 19 Ιανουαρίου 2008

TO ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΤΑ CD

Πάντα αναρωτιόμουν πως είναι ένα σπίτι που οι ένοικοι του κρεμούν cd στα μπαλκόνια. Το παραδέχομαι. Η αισθητική αυτή μου είναι λίγο ξένη. Πιθανολογώ ότι κάποιοι θεωρούν το cd διακοσμητικό είδος μάλλον επειδή ιριδίζει, παίζει με τα χρώματα και τις αναλαμπές του φωτός και δημιουργεί μια ανέμελη ατμόσφαιρα. Αλλά όλα αυτά τα cd μαζεμένα να κρέμονται σαν λουκάνικα για να στεγνώσουν, μετέωρα, αφημένα στη τύχη τους, αλλά - το πιο σημαντικό - άδεια από μουσική και περιεχόμενο παραμένει κάτι που δεν μπορώ να αποδεχτώ.
Έτσι όταν μια φίλη μου μου είπε για μια πολύ όμορφη μονοκατοικία που στον επάνω όροφο ταλαντώνονται δεκάδες μικρά δισκάκια αποφάσισα να πάω να την επσκεφτώ. Πήρα το μετρό για Δάφνη και μετά κατέβηκα την Παπαναστασίου προς Νέα Σμύρνη. Λίγο πριν την Πυροσβεστική έστριψα αριστερά, ρώτησα δυο τρεις περαστικούς και τελικά την βρήκα. Πράγματι ήταν πολύ όμορφη . Παλιά διώροφη, γωνιακή, με ένα κήπο που αν τον φρόντιζαν θα ήταν πολύ ωραίος , είχε μπροστά της έναν πολύ μεγάλο πεζόδρομο αρκετά μέτρα πλατύ, που της προσέδιδε μια άπλα και μια ανοιχτάδα, σπάνια για Αθήνα.
Ο μαντρότοιχος όμως πρόδιδε κάτι. Έδειχνε κάποια ανησυχητικά σημάδια παραίτησης. Ξεφτισμένος, με τους σοβάδες ξεφλουδισμένους, κίτρινος από τη βρώμα έδινε την εντύπωση πως κάτι δεν πάει καλά.
Οι τέντες σε όλο το περιμετρικό μπαλκόνι κατεβασμένες. Δεν είχε ήλιο και σε τέτοιο ωραίο σημείο ήταν κρίμα που τις είχαν κατεβάσει. Αλλά από το κατεβασμένο μπράτσο των τεντών κρέμονταν δεκάδες cd. Κατάλαβα ότι δεν τις σηκώνουν ποτέ.
Χτύπησα το κουδούνι και ανέβηκα. Μου άνοιξε μια παχουλή κυρία γύρω στα πενήντα, που ούτε που μου έδωσε σημασία. Ήταν απασχολημένη να μιλά στο κινητό της. Με το που έκανα ένα βήμα στο σαλόνι με χτύπησε μια αποπνιχτική μυρωδιά. Κατουρίλα, σκατίλα, κλεισούρα, εμετίλα όλα μαζί. ΄Εκανα να φύγω αλλά μια τρύπα στον τοίχο που είχε πρόχειρα κλειστεί με τούβλα μού τράβηξε την προσοχή.
-Από τότε που πέθανε ο κουνιάδος μου κανείς δεν ασχολείται με το σπίτι, απολογήθηκε λίγο πριν απαντήσει σε άλλο ένα τηλεφώνημα η χοντρή κυρία δείχνοντας με το δάχτυλό της στο βάθος του δωματίου. Κι ύστερα συνέχισε:
-Ναι, ναι εγώ είμαι. Ναι. Εγώ. Ναι στη λαϊκή του Αγίου Νεκταρίου, την άλλη Πέμπτη. Πόσα θέλετε; 30; Δεν γίνεται. Δεν προλαβαίνω. Από βδομάδα και βλέπουμε.
Ξαναγύρισε σε μένα : Μπείτε σε όποιο δωμάτιο θέλετε αλλά όχι σε αυτό εδώ. Μου έδειξε μια σπασμένη, ξεχαρβαλωμένη πόρτα. Εδώ έχω τα σκυλιά. Καλύτερα μην μπείτε.
Κρίνοντας από τη διάχυτη βρόμα αυτά τα σκυλιά μάλλον είχαν να βγουν χρόνια απ’το διαμέρισμα, οπότε ούτε κι εγώ θέλησα να επιμείνω.
Στο μεταξύ, μέσα στο σκοτάδι του χώρου που, μέρα μεσημέρι, επέβαλλαν οι κατεβασμένες τέντες, τα κλειστά αν και τρύπια παντζούρια και τα σβηστά φώτα προσπαθούσα να ξεχωρίσω τι ακριβώς μου έδειχνε. Και τότε κατάλαβα. Δυο κολώνες είχαν φυτρώσει στις άκρες του σαλονιού, προσθήκη και ενίσχυση του από πάνω ορόφου.
- Όλα αυτά τα είχε αναλάβει ο κουνιάδος μου, χρυσός άνθρωπος, μερακλής, έπιανε το χέρι του, αλλά δυστυχώς δεν πρόλαβε να τα χαρεί. Από κάτω μένει η αδερφή μου, μου ξαναείπε ενώ το κινητό της ξαναχτύπησε για έκτη φορά μέσα στα πέντε λεπτά που ήμουν εκεί.
Έκανα μια μικρή βόλτα κρατώντας την ανάσα μου. Χαρτοκούτες πεταμένες εδώ κι εκεί παραγεμισμένες με διάφορα που αντικείμενα που δεν μπορούσα να προσδιορίσω, εικονίσματα καρφωμένα στα γυμνά τούβλα, σπασμένα τραπέζια, ένας εκτυπωτής αφημένος πάνω σ’ ένα νεσεσέρ, ένας τεράστιος αρκούδος, μια ασπρόμαυρη τηλεόραση, πεταμένα χαρτιά , ένα μηχάνημα φαξ στην τουαλέτα. Το σκηνικό συμπλήρωναν κάτι κίτρινοι αρρωστιάρικοι λιγδιάρικοι πολυέλαιοι. Είχα ξεχάσει τα cd του μπαλκονιού, ούτε καν που θέλησα να τα δω. Χαιρέτησα κι έκανα να φύγω. Η κυρία με συνόδευσε μέχρι την πόρτα καθώς συνέχιζε να δέχεται παραγγελίες για άλλες λαϊκές. Βγήκα στον ασοβάτιστο διάδρομο με το γυμνό, χωρίς μαρμάρινη επένδυση πλατύσκαλο και ξαφνικά έκανα μεταβολή.
-Να σας ρωτήσω κάτι; Ο κουνιάδος σας πότε πέθανε;
- Ου! Πάνε δέκα χρόνια τώρα, Θεός σχωρές τον!