Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2008

ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ ΓΙΑ ΠΑΛΕΝΚΕ (Β΄ ΜΕΡΟΣ)

(καλό είναι να διαβαστεί πρώτα το Α Μέρος)





Είπα του ταξιτζή να με περιμένει. Μπήκα στο πρακτορείο με τη ψυχή στο στόμα. Θα έχει εισιτήρια; Πριν λίγες ώρες είχε μόνο 3. Θα έχουν παραμείνει; Αποκλείεται να μην είχαν εξαντληθεί μετά από τόσες ώρες. Κι αν κάποιος έχει πάρει τη μια από τις 2 θέσεις στη διπλή και αναγκαστούμε να κάτσουμε χώρια; Πως θα ταξιδέψουμε με χωριστές θέσεις μέσα στη νύχτα; Κι αν δεν έχει καθόλου; Τι θα κάνουμε; Θα πρέπει να περιμένουμε μέχρι αύριο το βράδυ; Θα χάσουμε όλη την ημέρα και θα φτάσουμε την μεθεπόμενη το πρωί ή θα πάρουμε αεροπλάνο; Και θα βρούμε θέσεις κι εκεί;
Ζήτησα δυο εισιτήρια με το νυχτερινό για Παλένκε. Η ίδια νεαρή κοπέλα μού χαμογέλασε και γύρισε προς το μέρος μου το μόνιτορ. « Έχει μόνο 2 θέσεις. Τις 2 πίσω-πίσω, δίπλα απ’ τη τουαλέτα». «Οκ, θα τις πάρω» της απάντησα καθώς της χαμογελούσα με ανακούφιση. Έβγαλα 72 δολάρια και πλήρωσα. «Να είστε εδώ το αργότερο στις 8.40» μου είπε με κάποιο τόνο προειδοποίησης Αλλιώς; Αλλιώς τι;
Έξω στο δρόμο ο ταξιτζής, ένας σαραντάρης μαυριδερός συμπαθέστατος Μεξικανός με πλακουτσωτή φάτσα, δεν είχε κουνηθεί.
-«Από πού είσαι αμίγκο;» με ρώτησε στα ισπανικά.
- «Από την Ελλάδα» του απάντησα.
-«Grecia? Nice football!»
Α ρε Ζαγοράκη να ήξερες πως έχεις παραπλανήσει όλο τον πλανήτη! Που έφτασε η χάρη σου! Λίγα χρόνια πριν, στο Μαυρίκιο ή στη Ταϋλάνδη, κανείς δεν ήξερε που πέφτει η Ελλάδα. Και τώρα μας ξέρουν οι πάντες.
- «Είναι τ’ όνειρό μου να πάω στην Ελλάδα» συνέχισε ο ταξιτζής σε σπαστά αγγλικά, προφέροντας τις λέξεις πολύ αργά..Θέλω να μαζέψω λεφτά και να πάρω τη γυναίκα μου να πάμε διακοπές»
Η συζήτηση για το Euro, το ποδόσφαιρο και την Ελλάδα με έκανε να ξεχάσω το άγχος μου. Ευτυχώς δεν είχε κίνηση. Και πώς να είχε άλλωστε, με την τέλεια ρυμοτομία που διαθέτουν αυτές οι μικρες επαρχιακές πόλεις; Φτάσαμε στο ξενοδοχείο πολύ γρήγορα. Και τότε συνειδητοποίησα ότι δεν είχα αφήσει λεφτά στη Χρύσα και δεν είχε να πληρώσει. Λογικά έπρεπε να είναι ακόμα εκεί που την είχα αφήσει. Η ώρα πλησίαζε πλέον 7.30. Είπα του ταξιτζή να με πάει στην κεντρική πλατεία. Πράγματι καθόταν ακόμα εκεί, στο ίδιο τραπεζάκι, διαβάζοντας ένα βιβλίο, αμέριμνη, σίγουρη ότι θα επέστρεφα. Κόσμος πηγαινοερχόταν μπροστά της, εγώ είχα πεθάνει από το άγχος κι αυτή καθόταν και διάβαζε ήσυχα κι ωραία. Έτρεξα να πληρώσω το γεύμα μας και αμέσως επιστροφή στο δωμάτιο. Πλήρωσα 60 πέσος, δηλαδή περίπου 5 ευρώ στο ταξί για όλη τη διαδρομή και ανεβήκαμε τρέχοντας. Μαζέψαμε μέσα σε 15 λεπτά. Σίγουροι ότι μέσα στη βιασύνη μας κάτι είχαμε ξεχάσει τσεκάραμε ότι είχαμε πάρει τουλάχιστον τα απαραίτητα: διαβατήρια, χρήματα, οδηγούς, μηχανές, κινητά, φορτιστές.
Κατεβήκαμε για τσεκ άουτ. Νέο ταξί μας περίμενε στην είσοδο. Είχαμε όμως να ρυθμίσουμε μια τελευταία μικρή λεπτομέρεια. Που θα κοιμόμασταν το επόμενο βράδυ. Ευτυχώς σταθήκαμε τυχεροί. Ήδη από την Ελλάδα είχαμε κάνει κάποια επιλογή σε ξενοδοχεία και στο 2ο κιόλας τηλεφώνημα κλείσαμε. Το El Paraiso στο κέντρο του Σαν Κριστόμπαλ Ντε Λα :Κάζας, κάτω από το ζόκαλο.
Φτάσαμε στο σταθμό ακριβώς στις 8.40.
Δείξαμε τα εισιτήρια στο φύλακα. Ταξιδεύαμε με luxury bus της εταιρείας A.D.O. Αυτό πρακτικά σήμαινε ότι δεν έκανε ενδιάμεσες στάσεις, παρά μόνο μία στη Καμπέτσε με ενσωματωμένη τουαλέτα και καφέ. Ήταν πολύ πιο ακριβό από το κανονικό λεωφορείο και γι’ αυτό το απέφευγαν οι ντόπιοι. Μας οδήγησε στην αίθουσα αναμονής. Στην είσοδο έγραφε V.I.P. Μπαίνοντας στην αίθουσα είδα την έκφραση απογοήτευσης και ανησυχίας στη Χρύσα.
Όλη η αίθουσα ήταν γεμάτη Μεξικάνους. Μικρούς μεγάλους, οικογένειες, ζευγάρια, μόνους. Δεν είχε ούτε ένα ξένο. Η υπάλληλος είχε δίκαιο. Θα ήμασταν οι μόνοι τουρίστες στη διαδρομή! Ένιωσα μια σκιά να μας βαραίνει. Όσο υπάρχουν τουρίστες νιώθεις μια περισσότερη ασφάλεια. Λες: «δεν θα με φάνε ζωντανό» Βολευτήκαμε σε ένα παγκάκι. Κοίταξα τις φάτσες γύρω μου. Άλλες κουρασμένες, άλλες σκεφτικές, άλλες σκυθρωπές. Καμία όμως χαρούμενη, καμία εκδρομική.
Τα λεπτά περνούσαν και όσο πλησίαζε η ώρα αναχώρησης τόσο μεγάλωνε η ανασφάλειά μας. Ένιωθα να με στοιχειώνει η συμβουλή του Lonely Planet: «Μην παίρνετε νυχτερινά λεωφορεία!» Ήταν ανεξήγητο. Καθαρά ψυχολογικό. Σαν να περιμέναμε σε μια αίθουσα αναμονής ενός νοσοκομείου. Τί γυρεύαμε εμείς εκεί ανάμεσα σε ανθρώπους που δεν ξέρουμε; Η αίθουσα είχε σκοτεινιάσει.
Και ξαφνικά, εντελώς αναπάντεχα, πέντε λεπτά πριν τις 9.00 κατέφτασε μέσα σε φωνές και αστεία μια εξαμελής παρέα Ιταλών! Τρία ζευγάρια με σλίπινγκ μπανγκ και ορειβατικούς σάκους. Κοιταχτήκαμε με τη Χρύσα και μόνο που δεν σηκωθήκαμε να τους φιλήσουμε! Τους φάγαμε με τα μάτια προσπαθώντας να καταλάβουμε από πού είναι και που πάνε. Κι ύστερα κι άλλη παρέα Ευρωπαίων κι ύστερα κι άλλη κι άλλη κι άλλη. Όλοι καθυστερημένοι, όλοι τελευταία στιγμή. Σε λίγο η αίθουσα γέμισε από τουρίστες , σχεδόν συνομήλικούς μας. Εν τω μεταξύ ένα λουξ λεωφορείο έφυγε για Καμπέτσε παίρνοντας μαζί του όλους σχεδόν τους Μεξικανούς. Άρα δεν πήγαιναν στο Παλένκε. Λογικό άλλωστε. Τί μπορούσαν να κάνουν όλοι αυτοί σε ένα χωριό, χωρίς καμία υποδομή, στη μέση της ζούγκλας; Ήθελε να επιστρατεύσεις απλή λογική. Κακώς είχα επηρεαστεί. Μείναμε μόνο οι τουρίστες. Λίγα λεπτά αργότερα μια φωνή μας ανακοίνωσε την αναχώρησή μας. Το 80% των επιβατών τελικά ήταν ξένοι. Η κοπέλα στο γκισέ είχε άδικο.
Βολευτήκαμε στις θέσεις μας. Ευτυχώς η τουαλέτα δεν μύριζε. Έβαλα όλα μας τα πολύτιμα στη «μπανάνα» ανάμεσά μας και τυλιχτήκαμε με τα μπουφάν μας. Καλύψαμε τα πόδια με τη μοναδική πετσέτα που είχαμε φέρει από την Ελλάδα. Αρχίσαμε να διασχίζουμε τους ατέλειωτους μονότονους αυτοκινητόδρομους του Μεξικό. Δεν περνούσαμε από χωριά ή πόλεις. Γύρω μας αν ήταν μέρα θα βλέπαμε μόνο απέραντες εκτάσεις από φοινικές και τροπική βλάστηση.
Βγάλαμε τα παπούτσια μας και απολαύσαμε μια ταινία με τον Μόργκαν Φρίμαν και τον Μπομπ Χόσκινς. Στις 12.00 η ταινία τελείωσε και ο οδηγός, του οποίου η θέση για λόγους ασφαλείας απομονωνόταν πλήρως από το χώρο των επιβατών μ’ένα πέτασμα και μια κλειδωμένη πόρτα έτσι ώστε να μην έχει καν οπτική επαφή με μας, έσβησε τα φώτα.
Κοιμηθήκαμε αγκαλιά με το έντονο κούνημα, λόγω τελευταίας θέσης, να μας νανουρίζει. Κάναμε ένα ύπνο ελαφρύ αλλά ξεκουραστικό. Ξυπνήσαμε πέντε ώρες αργότερα από τη φασαρία και το σούσουρο των συνεπιβατών που μάζευαν τα πράγματά τους. Κοίταξα το ρολόι. Ήταν πέντε το πρωί. Ακόμα δεν είχε ξημερώσει. Ήταν νύχτα έξω. Όμως είχαμε φτάσει στο Παλένκε. Έβλεπα τα μικρά ισόγεια σπίτια. Οι ένοικοί τους ακόμα κοιμόνταν. Ήταν σκοτεινά. Ήθελα οπωσδήποτε να κάνω ένα μπάνιο και να πιω ένα δυνατό καφέ. Για το πρώτο έπρεπε να περιμένω μέχρι το βράδυ. Για το δεύτερο ευθύς μόλις κατεβαίναμε θα το φρόντιζα.




Φτάσαμε στο μικροσκοπικό σταθμό του Παλένκε και αποβιβαστήκαμε. Αυτό ήταν! Ούτε ληστείες, ούτε επιθέσεις, ούτε όπλα, ούτε κακοποιοί, ούτε τίποτα! Όλα είχαν πάει κατ’ ευχήν. Βγάλαμε εισιτήρια για το Σαν Κριστόμπαλ το μεσημέρι με το λεωφορείο των 3.
Αφήνοντας τη Χρύσα να προσέχει τα πράγματά μας μέχρι να ανοίξουν τα λόκερς και να τα αποθηκεύσουμε βγήκα έξω απ΄ το σταθμό για να βρω καφέ. Το σκοτάδι δεν έλεγε να σπάσει και η ψύχρα ήταν έντονη. Όλα τα μαγαζιά κλειστά. Και ο αρχαιολογικός χώρος δεν θα άνοιγε πριν τις 8.00. Σ’ένα χωράφι, 2-3 σπίτια πιο κάτω, πρόσεξα κάτι ντόπιους μαζεμένους. Προχώρησα προς τα εκεί. Μια μεσήλικη ινδιάνα είχε ένα τρίκυκλο πάνω στο οποίο είχε βάλει ένα πλαστικό βαρέλι με ζεστό νερό με μια μικρή βρύση στο κάτω μέρος. ‘Εβαζε ένα ποτήρι γέμιζε με ζεστό νερό και ύστερα έδινε χώρια τον καφέ, τη ζάχαρη και τη γάλα σε σκόνη. Αγαλλίασα! Κανονικός παραδοσιακός νεσκαφέ! Τί τύχη! Καφές! Νερομπλουμ, νεροζούμι, αλλά καφές! Έφτιαξα δύο και γύρισα πίσω θριαμβευτής. Η Χρύσα εν τω μεταξύ είχε τακτοποιήσει τις βαλίτσες μας. Βγήκαμε στο δρόμο να απολαύσουμε στα όρθια τον καφέ μας. Άρχιζε να χαράζει. Τα πρώτα bus collectivos έκαναν την εμφάνισή τους. Άθλια, βρώμικα βαν, χωρίς κατ’ ανάγκη πόρτα για τους επιβάτες εξυπηρετούσαν τους ντόπιους κάνοντας στάσεις μόνο στον κεντρικό δρόμο. Ένα τέτοιο με 10 πέσος το άτομο θα παίρναμε και μεις.







Από μακριά τα βουνά είχαν αρχίσει παίρνουν το σχήμα τους μέσα στην πρωινή ομίχλη, νιώθαμε τη ζούγκλα να ξεκινάει ορμητικά προς τα επάνω και ακούγαμε άγνωστα πουλιά να τιτιβίζουν.


Ανυπομονώντας να θαυμάσουμε το πιο ξακουστό παλάτι των Μάγιας χαζεύαμε τους ντόπιους που πήγαιναν στη δουλειά τους. Ζεστός καφές κυκλοφορούσε στο αίμα μας! Μόλις είχαμε ταξιδέψει στην καρδιά μιας άγνωστης ηπείρου με νυχτερινό λεωφορείο. Είχαμε κάνει μια διαδρομή που όλοι συνιστούσαν να μην κάνουμε. Είχαμε ξεπεράσει τις φοβίες και τις προκαταλήψεις μας! Νιώθαμε σαν να είχαμε κάνει ένα άθλο. Όχι, δεν είχαμε πάθει τίποτα. Απολαμβάναμε τον ζεστό καφέ και ήμασταν ζωντανοί. Ολοζώντανοι! Ίσως πιο ζωντανοί από ποτέ.