Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2007

Ο ύπουλος εχθρός

Ο Αδέσμευτος Τύπος του Ρίζου το γράφει με πυχηαία γράμματα: "Οι μετανάστες καταλαμβάνουν τη χώρα". Δηλαδή; Συναγερμός! Στα καταφύγια! Προσοχή! Ξυπνήστε!
Δεν μ 'ενδιαφέρουν οι πολιτικές πεπεοιθήσεις και η πολιτική γραμμή της εφημερίδας κι ούτε θα τη συνδέσω με το σημερινό της τίτλο. Όμως δεν γίνεται να μην φωνάξω: Αίσχος! Ντροπή και αίσχος! Καταρχήν σημειωλογικά. Ποιος καταλαμβάνει; Ο εχθρός φυσικά. Και γιατί ενεστώτας; Τώρα μας καταλαμβάνει; τώρα που μιλάμε; μμμ... Ναι αλλά δεν τον παίρνουμε χαμπάρι! Άρα κινείται ύπουλα. Άρα οι μετανάστες είναι ένας ύπουλος εχθρός. Αυτό ήθελε να γράψει ο αρχισυντάκτης κι άφησε το υποσυνείδητό μας να κάνει τη δουλειά.
Δεν θα σχολιάσω περεταίρω γιατί το θεωρώ περιττό. Άλλωστε ο καθένας έχει τις απόψεις του. Ένα μόνο έχω να πω σε αυτούς τους κυρίους που συνοστίζονται σε γκλάμουρ πρεμιέρες και πολιτικά events, που ξημεροβραδιάζονται στις εθνικές μπουζουκλερί με τις λαμέ κυρίες τους και τα υπερπολυτελή τους αυτοκίνητα, στους ελληναράδες πατροδοκάπηλους που μας "προειδοποιούν για το κίνδυνο" που διατρέχει η χώρα πως όποιος δεν έχει δει Έλληνα ανθρακωρύχο μετανάστη να χορεύει Καζαντζίδη και στο σκαμένο του πρόσωπο να τρέχουν ποτάμι τα δάκρυα δεν ξέρει τι θα πει Ελλάδα. Δεν είναι σε θέση να ξέρει τι πόνο και τι καημό, τι αγάπη και τι νοσταλγία κρύβει η λέξη "πατρίδα". Ας έρθει μια μέρα στο σχολείο Μεταναστών να μιλήσει μαζί τους. Που δεν ξέρουν λέξη ελληνικά, παρά μόνο μία: "σπίτι". Ας έρθει να τους δει που σου συστήνονται, που χωρίς να σε ξέρουν σου μιλούν και σου τείνουν το χέρι για μια χειραψία αλλά πιο πολύ για μια αποδοχή, για μια ένταξη, για ένα καλύτερο αύριο, για άλλη μια μέρα πιο κοντά στην πατρίδα. Κι ύστερα ας χορέψει Καζαντζίδη στη μέση της πίστας με τα εκτυφλωτικά φώτα, το ατσαλάκωτο κουστούμι του, και τα γαρύφαλλα να τον ραίνουν εκατοντάδες.

Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2007

Ποιός το είπε;

"Αν είχα 100.000 € θα έδινα 20.000 € και θα αγόραζα ρούχα! Πολλά ρούχα και πολλά παπούτσια. Θα είχα ένα από αυτά τα δωμάτια που είναι ντουλάπες κι έχουν στη σειρά τα κουστούμια, τα πουκάμισα, τις μπλούζες και τα παντελόνια! Κι από κάτω τα παπούτσια. Εκατοντάδες παπούτσια! Α, σίγουρα. Και μετά θα έκανα ένα δώρο στη μάνα μου. Μη με ρωτάτε τι. Ξέρω. Ένα δώρο που τόσο πολύ θέλω να της πάρω. Και με ό,τι περίσσευε θα έπαιρνα σπίτι. Δεν με ενδιαφέρουν τα αυτοκίνητα. "
Ποιος το είπε; Μήπως κάποιο μαμόθρεφτο κολεγιόπεδο; Όχι. Ο Χασάν. Είκοσι δύο χρονών. Μετανάστης από τη Συρία. Δουλεύει σε οικοδομή. Πλακάς

"Αν είχα εγώ 100.000€ θα αγόραζα ένα μεγάλο κτήμα. θα έβαζα εκεί όλα τα αδέσποτα της Αθήνας. Σκυλιά και γάτες. Η Αθήνα έχει πολύ ωραία σκυλιά. Σε κοιτούν πάντα με μάτια παραπονεμένα. Είναι πολύ καλά. Δεν επιτίθενται στους ανθρώπους. Απλά κυκλοφορούν και ψάχνουν για φαγητό. Ναι, αυτό θα έκανα."
Ποιος το είπε αυτό; Μήπως κάποια πλούσια εκκεντρική κυρία του Παλαιού Ψυχικού; Όχι. Η Όλγα. Είκοσι τεσσάρων χρονών. Μετανάστρια από τη Λετονία που δουλεύει σε σουβλατζίδικο.

Η Φωνή

Η φωνή από το τηλέφωνο μου φάνηκε περίεργη. Ήταν ένα τηλεφώνημα ρουτίνας. Σαν όλα τ' άλλα. Αλλά η φωνή από την άλλη άκρη πρόδιδε μια αγωνία, μια προσμονή, μια αδιόρατη ελπίδα. Κι ας ήταν καλά κρυμμένη. Ήταν ένα "εμπρός" όλο μοναχική λύπη. Κι όταν είπα ποιος ήμουν και τι ήθελα μου φάνηκε πως άκουσα ένα ανεπαίσθητο αναστεναγμό διάψευσης. Αναστατώθηκα. Τί ήταν αυτό που θύμισα; Ποιο μηχανισμό μνήμης σάλευσα; Ποια μυρωδιά προς στιγμήν ανέδυσα; Αποφάσισα να πάω να δω τη φωνή. Από που προέρχεται και που οφείλεται. Δεν είχα καμία δουλειά και κανένα λόγο. Ίσως να με υποκίνησαν οι τύψεις μου για εκείνη την εκδοχή του μέλλοντος στην οποία πάντα είμαι εγώ ο φταίχτης κι ο ανίκανος. Όμως ήθελα να πάω. Αφορμή η ίδια. Ταυτοποίησα τηλέφωνο και διεύθυνση και ξεκίνησα. Ψηλά στο Βύρωνα, κοντά στο θέατρο. Πως πάνε εκεί;
Ποτέ δεν είχα πάει εκεί μέρα. Πάντα βράδια σε συναυλίες και παραστάσεις. Δεν ήξερα ποιο λεωφορειο περνάει και πήγα με το αυτοκίνητό μου. Ήταν ένα από εκείνα τα μικρά διώροφα σπιτάκια, με τη στενή αυλίτσα, που η είσοδός τους είναι από μια σιδερένια πόρτα πάνω στο πεζοδρόμιο που αφού σε ανεβάζει 2-3 μαρμάρινα σκαλάκια σε οδηγεί μέσα από ένα μικρό διάδρομο στην είσοδο της οικίας. Με υποδέχτηκε ένα κατάξανθο λαμπραντόρ.

-" Στο σπίτι σου εσύ! Γρήγορα!" Αναγνώρισα τη φωνή. Αυτή τη φορά ήταν επιτακτική. Μια καλοσυνάτη κυρία γύρω στα εξήντα με καλωσόρισε και μου έκανε νόημα να περάσω μέσα.
-"Έλα μέσα. Τι στέκεσαι εκεί έξω;"

Διστακτικός που έφτανα κοντά στην πηγή του μυστηρίου μου προχώρησα μερικά βήματα. Το σαλόνι ήταν πολύ μικρό κι έκανε γωνία χάνοντας πολύτιμο χώρο. Στη δεξιά γωνία δεν είχα ορατότητα και μάντεψα ότι εκεί πρέπει να είναι η κουζίνα. Σωστά. Παλιά ντουλάπια, μαρμάρινος πάγκος και νεροχύτης. Επίσης μαρμάρινος, βαθύς , από αυτούς τους παλιούς που στα περισσότερα παλιά σπίτια συνήθως κυκλοφορούν κατσαρίδες. Όχι όμως στην κουζίνα αυτή. Έλαμπε κι άστραφτε σαν να την τρίβουν ώρες κάθε μέρα.
-"Ωραίο σκυλί έχετε." είπα για να σπάσω τον πάγο. "πόσο είναι;" Ταυτόχρονα κοίταζα το σαλόνι. Μια στριφογυριστή μεταλλική σκάλα που κρεμόταν από το ταβάνι ανέβαινε στον πάνω όροφο. Αντί για κουπαστή είχε κάγκελα που έφταναν κι αυτά μέχρι το ταβάνι. Σαν ένα κλουβί που συγκοινωνούσε με τον επάνω όροφο και ανεβοκατέβαζε γιγάντια πειραματόζωα. Επάνω προφανώς ήταν τα υπνοδωμάτια. Όχι πολλά. Κρίνοντας από το σαλόνι και την τραπεζαρία μάλλον δύο μεγάλα. Μαύρο μάρμαρο στο πάτωμα και βαριά έπιπλα της δεκαετίας του '60 συμπλήρωναν τον χώρο. Πάνω στον μπουφέ - αντίκα της στριμωγμένης τραπεζαρίας πρόσεξα μια ολόχρυση μεγάλη κορνίζα με ένα αντρικό πρόσωπο. Ταυτόχρονα η φωνή είπε:
-"Δεν είναι δικό μου. Είναι του γιου μου." μου απάντησε αγνοώντας εντελώς τη δεύτερη ερώτησή μου. Πλησίασε στη φωτογραφία. "Σπουδάζει στην Κέρκυρα. Αυτή εδώ είναι η αρραβωνιαστικιά του." μου έδειξε τη διπλανή φωτογραφία μιας πανέμορφης ξανθιάς κοπέλας σε μαύρο φόντο, που ταίριαζε με το μάρμαρο του πατώματος, πολύ έντονα βαμμένης και περιποιημένης σαν να είχε τραβηχτεί
από μπουζούκια.

-"Συγχαρητήρια" απάντησα με το πιο πλατύ και ευγενικό χαμόγελό μου. "Καλά στέφανα."
-"Μακάρι γιε μου. Μακάρι..." ψέλλισε η κυρία.
-"Γιατί μακάρι; Δεν τα πάνε καλά;"
-"Αγνοείται. Ο γιος μου αγνοείται εδώ και δεκαπέντε μήνες."
Σιωπή απλώθηκε στο διαμέρισμα. Πιο μαύρη από το μάρμαρο και το φόντο της κορνίζας. Χαμήλωσα το κεφάλι. Τότε πρόσεξα κι άλλη μία του πάνω στο μικρό τραπεζάκι του καναπέ.
-"Πως έγινε;" ρώτησα χαμηλόφωνα με αυτό το γλοιώδες αίσθημα συμπάθειας και κατανόησης. "Ο γιος μου σπούδαζε στη Κέρκυρα. Σαν φοιτητής έμπλεξε με αυτή την ιστιοπλοΐα. Του αρέσει πάρα πολύ. Του έλεγα εγώ " τι τα θες και μπλέκεις με κάτι που δεν είναι δικό σου; Αφού δεν είσαι ναυτικός; Τί τα θες αυτά τα πράγματα;" "Όχι μάνα, μου αρέσει πολύ. Τί θες να γίνω; Μεταφραστής; Άσε με να κάνω αυτό που με γεμίζει όσο τίποτ' άλλο!" μου 'λεγε συνέχεια. Και να τα καμώματα!". Έτεινε τη φωτογραφία προς το μέρος μου κι έκατσε σε μια καρέκλα. "Πέρυσι το Μάρτιο" συνέχισε "τον έστειλαν μαζί με τον συνέταιρο του να πάει στην Ιταλία να παραλάβει μια οικογένεια και να τους πάει, λέει, Κροατία. Είχαν χαρεί. Πολλά λεφτά. Κάπου στα μέσα τούς βρήκε καταιγίδα. Βρήκαν το σκάφος γυρισμένο ανάποδα και το Νίκο νεκρό μίλια μακριά. Ο Μπάμπης πουθενά..." Σώπασε για λίγο. Γύρισε και με κοίταξε, που στεκόμουν ακόμα όρθιος κρατώντας την ανάσα μου. "Θα μου πεις γιατί σου τα λέω όλα αυτά; Δεν ξέρω... Αλήθεια δεν ξέρω. Όλα είναι τόσο παράξενα. Πήγαμε παντού. Στην Ιταλία, στην Κροατία, στην Κέρκυρα, στην Αστυνομία, σε ντεντέκτιβ, στη Νικολούλη. Παντού. Δεν ξέρω...Αν ακούσεις κάτι, αν μάθεις κάτι...ε; με κοίταξε ικετευτικά και συμπλήρωσε: "όσο πιο πολλοί το ξέρουν τόσο το καλύτερο..."
Βγήκα έξω από το σπίτι θέλοντας να πάρω μια μεγάλη ανάσα. Στον καθαρό αέρα του Βύρωνα. Δεν είχα ξανασυναντήσει μάνα αγνοούμενου. Η μόνη επαφή που είχα ήταν από διάφορες διηγήσεις παππούδων και από τα αφιερώματα στα περιοδικά για τις μάνες στο Λήδρα Μάριοτ. "Παλιά πήγαιναν από χέρι συνανθρώπου, ακόμα κι αδερφού. Τουλάχιστον τώρα πάνε από την προσπάθεια να τιθασεύσουν τη φύση, να πετύχουν το ακατόρθωτο..." ήταν η μόνη παρήγορη μαλακία που σκέφτηκα.

Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2007

"Βάρα καλή, βάρα γερή, μια ντουφεκιά ζαχαρωτή..."

"Βάρα καλή, βάρα γερή, μια ντουφεκιά ζαχαρωτή..." Πόσο μου αρέσει αυτή η προτροπή! Σήκωσε το ζαχαροκάλαμό σου και γέμισέ με καραμέλες! Μέσα σε μια πόλη πολύ βίαιη εσύ βάρα με σοκολάτες και με όλων των ειδών ζαχαρωτά. Αυτή η βία είναι η μόνη βία που αποδέχομαι. Δεν ξέρω αν υπάρχει δείκτης ψυχολογικής βίας, όπως της εγκληματικότητας. Αν δεν υπάρχει θα πρέπει να εισαχθεί. Και να είναι το συμπηρωματικό της ποιότητας ζωής. Ποιότητα ζωής 99/100, αστική ψυχολογική βία 1/100. Ή το ανάποδο. Ποιότητα ζωής 1/100, αστική ψυχολογική βία 99/100. Αν υπάρχει πάντως σπάμε όλα τα ρεκόρ: 1000/100! Η Αθήνα παρουσιάζει το εξής παράδοξο. Ενώ είμαστε μια πρωτεύουσα με έναν από τους χαμηλότερους δείκτες εγκληματικότητας ασκούμε ο ένας στον άλλο διαρκώς μια υπόγεια, υποθάλπουσα βία. Προσπαθούμε να φάμε τη θέση του αλλουνού στην ουρά ακόμα και στα ΑΤΜ! Δεν δίνουμε καμία σημασία όταν οδηγάμε σε πεζούς ή ποδηλάτες. Προχθές μια νοικοκυρά έπλενε στον Α' όροφο και πέταγε τα νερά από τον κουβά στο δρόμο, στους περαστικούς. Αν σε σκουντήξει κάποιος ποτέ δεν θα σου ζητήσει συγγνώμη. Στο μετρό σε σπρώχνουν πριν προλάβεις να βγεις έξω. Και το γαϊτανάκι της βίας συνεχίζεται και ενισχύεται στην τηλεόραση,στις ειδήσεις, στα πρότυπα που διαρκώς προβάλλονται και που σου δημιουργούν άγχος και ανασφάλεια γιατί ποτέ δεν θα καταφέρεις να τα φτάσεις. Γι αυτό καλά τα λέει ο Θανασης. Βάρα γιατί χανόμαστε!