Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2007

Κι άλλα παιδιά...

Είχα ακούσει για την κυρία Μίνα από φοιτητής ακόμα, όταν έβγαινα με μια κοπέλα από τη γειτονιά της. Μόλις έμαθα πως ετοιμαζόταν να μετακομίσει έτρεξα να την συναντήσω. Έμενε - και προς το παρών ακόμα μένει - σ' ένα υπόγειο στην οδό Ιακωβάτων στα Πατήσια. Πήρα το μετρό, Ομόνοια αλλαγή και κατέβηκα στον Άγιο Ελευθέριο. Περπάτησα λίγο αλλά τελικά βρήκα την πολυκατοικία. Κλασική της δεκαετίας του 60. Μικρά μπαλκόνια, υπερυψωμένη είσοδος με μαρμάρινα σκαλοπάτια, ξύλινη επένδυση στους τοίχους, μαύρο μάρμαρο στο δάπεδο. Τα 5 σκαλοπάτια της εισόδου της έδιναν εκείνο το ύψος που χρειαζόταν για να βγουν παράθυρα στο υπόγειο και οι δηλωμένες αποθήκες να γίνουν διαμερίσματα. Σ΄ένα απ' αυτά ή καλύτερα σε δύο απ' αυτά γιατί ήταν 2 που τα είχε ενώσει, τα δεξιά της σκάλας, έμενε εδώ και 45 χρόνια η κυρία Μίνα.
Λεπτή φιγούρα, μοντέρνα κόμμωση, σπινθηροβόλα μάτια. Το πρόσωπό της έλαμπε.
-"Επιτέλους φεύγω!"μου είπε πριν ακόμα με δεχτεί στο σπίτι της. "Πέρασε μέσα."
- "Για που το 'βαλες γιαγιά;"
- "Για το Γαλάτσι! Θα μείνω σε 3ο όροφο!Ποτέ ξανά σε υπόγειο. Να σε κεράσω κάτι;"
- "Στο Γαλάτσι; Γιατί τόσο μακριά; Εκεί είναι τα παιδιά;" τη ρώτησα επεξεργαζόμενος το χώρο. Τα μισά πράγματα ήταν ήδη συσκευασμένα. Τα μεγάλα, όπως το βαρύ σένιο και οι ξύλινες ντουλάπες με τα φύλλα - καθρέφτες περίμεναν καρτερικά την ώρα που θα αποχωρούσαν ένδοξα, αγέρωχα, με τα μάτια ανοιχτά.
Η παρατεταμένη σιωπή πίσω μου με έκανε να δαγκωθώ. "Πάλι μαλακία θα είπα" σκέφτηκα.
- "Όχι. Εκεί βρήκα. Άλλωστε εγώ δεν βγαίνω σχεδόν ποτέ. Πότε - πότε έρχεται και με βλέπει ο γιος μου. Γι αυτόν το ίδιο είναι. Έχει μηχανή."
- "Και ποιος θα έρθει να μείνει;" γύρισα να την κοιτάξω ενώ στεκόμασταν στο φως κάτω από μια αναμμένη κίτρινη λάμπα, μέρα μεσημέρι.
- "Ένας μαύρος" μου απάντησε χαμηλόφωνα. "Λοιπόν; σου αρέσει το σπίτι;"
- "Ωραίο είναι." απάντησα χωρίς δεύτερη σκέψη ψέμματα. Είχε τρία δωμάτια, ένα τυφλό μπάνιο, μια τυφλή κουζίνα και δυο παράθυρα απ τα οποία έβλεπες τα πόδια των περαστικών.
- "Ωραίο είναι. Δεν αντέχω άλλο γιέ μου. Δεν αντέχω... Σαρανταπέντε χρόνια είναι πολλά. Πάρα πολλά. Έζησα χαρές και λύπες. Πόσες λύπες... "
-" Έχει λεφτά αυτός ο μαύρος;" απάντησα για ν' αλλάξω το θέμα. Μυρίστικα συγκίνηση. " Γιατί νομίζω ότι οι τράπεζες δεν δίνουν τόσο εύκολα πια."
Η γιαγιά με κοίταξε απορημένη και ξαφνικά άρχισε να κλαίει.
- " Μη μου λες τέτοια γιόκα μου... Μη μου λες τέτοια..." σκούπισε βιαστικά τα δάκρυά της μετανιωμένη και έτρεξε στη στρογγυλή τραπεζαρία. Πήρε μια κορνίζα και ήρθε κοντά μου. Ετεινε το χέρι της να μου τη δείξει χωρίς όμως να με αφήσει να την πάρω. Αυτός είναι ο 2ος γιος μου." Τύλιξε την κορνίζα με τα χέρια της στον κόρφο της σαν να αγκάλιαζε ένα μικρό περιστέρι. "Σκοτώθηκε όταν ήταν 23 χρονών. Με μηχανάκι." η φωνή της είχε σπάσει. Ήταν έτοιμη να ξανακλάψει. Προσπάθησε να το παλέψει, σαν κάποιος να της είχε συστήσει να μην κλαίει, όμως τελικά δεν άντεξε.
- "Και του το 'χα πει του μακαρίτη του άνδρα μου." άρχισε να μονολογεί μέσα σε αναφιλητά, κρατώντας σφιχτά την κορνίζα στην αγκαλιά της. "Του το 'χα πει. Ήθελα πολλά παιδιά. Τουλάχιστον τέσσερα... Αλλά αυτός επειδή ήταν 9 αδέρφια δεν ήθελε...Και να τώρα. Αυτός έφυγε πριν από μένα και με άφησε μόνη στον κόσμο... Δεν λέω το παιδί μου με αγαπάει. Κάνει ό,τι μπορεί... Αλλά εγώ ήθελα κι άλλα παιδιά..."
Αιφνιδιάστηκα. Προσπάθησα να την παρηγορήσω. Είχαμε στο μεταξύ κάτσει στο ντιβάνι του σαλονιού , στρωμένο με κουρελούδες.
- "Αυτά είναι περασμένα γιαγιάκα. Μην τα σκέφτεσαι πια. Οι ζωντανοί με τους ζωντανούς! Σημασία έχει ότι έχεις ένα γιο που σε αγαπάει."
Η γιαγιά σαν να συνήλθε, σκούπισε με το μανίκι τα μάγουλά της και απάντησε.
-"Ξέρεις τί καλό παιδί που είναι ο γιος μου; Δεν υπάρχει καλύτερο. Κάθε μέρα με παίρνει τηλέφωνο. Αυτός μου βρήκε το σπίτι."
- "Ορίστε, τί παραπονιέσαι;"
-" Όχι δεν παραπονιέμαι. Δεν παντρεύεται γιόκα μου. Είναι 39 χρονών και δεν παντρεύεται..."
- "Είναι νέος ακόμα. Μην ανησυχείς Θα παντρευτεί και θα σου κάνει εγγονάκια."
Με κοίταξε συνωμοτικά.
-"Ξέρεις, με μαλώνει. Δεν με αφήνει να με πιάνουν τα κλάματα. Πιστεύει ότι στο καινούριο σπίτι δεν θα με πιάνουν γιατί, λέει, δεν θα έχω τις αναμνήσεις. Αλλά εγώ ξέρω ότι θα με πιάνουν. "
Ξαφνικά τα μάτια της έλαμψαν όπως στην αρχή της συνάντησής μας.
-"Όλη η γειτονιά χάρηκε που θα φύγω!" φούσκωσε από περηφάνια. "Ήρθαν από την πολυκατοικία όλες οι γειτόνισσες να με συγχαρούν. Και θα 'ρχονται λεει να με βλέπουν."
Άνοιξα την εξώπορτα. Μισός αιώνας ζωής μέσα σ' ένα υπόγειο. Πόσο θάρρος χρειάζεται; Πόσο γενναίος πρέπει να είσαι για να το αντέξεις;
- "Να 'ρχεσαι κι εσύ!" ήταν τα λόγια της που με συνόδευσαν μέχρι να ανέβω τα πέντε μαρμάρινα σκαλοπάτια.

3 σχόλια:

Βάσσια είπε...

Τι γλυκιές στιγμές που περιγράφεις.
Σαν ένα παρελθόν που δεν λέει να συναντήσει το ρημάδι το παρόν μας.

Παράξενος Ελκυστής είπε...

Καλησπέρα. Αυτό που προσπαθώ να δώσω είναι η μοναξιά ενός ηλικιωμένου ανθρώπου της διπλανής πόρτας που πέρασε όλη του τη ζωή, κυριολεκτικά, στην αφάνεια.

nomansland είπε...

...!!!