Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2008

ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ ΓΙΑ ΠΑΛΕΝΚΕ (Β΄ ΜΕΡΟΣ)

(καλό είναι να διαβαστεί πρώτα το Α Μέρος)





Είπα του ταξιτζή να με περιμένει. Μπήκα στο πρακτορείο με τη ψυχή στο στόμα. Θα έχει εισιτήρια; Πριν λίγες ώρες είχε μόνο 3. Θα έχουν παραμείνει; Αποκλείεται να μην είχαν εξαντληθεί μετά από τόσες ώρες. Κι αν κάποιος έχει πάρει τη μια από τις 2 θέσεις στη διπλή και αναγκαστούμε να κάτσουμε χώρια; Πως θα ταξιδέψουμε με χωριστές θέσεις μέσα στη νύχτα; Κι αν δεν έχει καθόλου; Τι θα κάνουμε; Θα πρέπει να περιμένουμε μέχρι αύριο το βράδυ; Θα χάσουμε όλη την ημέρα και θα φτάσουμε την μεθεπόμενη το πρωί ή θα πάρουμε αεροπλάνο; Και θα βρούμε θέσεις κι εκεί;
Ζήτησα δυο εισιτήρια με το νυχτερινό για Παλένκε. Η ίδια νεαρή κοπέλα μού χαμογέλασε και γύρισε προς το μέρος μου το μόνιτορ. « Έχει μόνο 2 θέσεις. Τις 2 πίσω-πίσω, δίπλα απ’ τη τουαλέτα». «Οκ, θα τις πάρω» της απάντησα καθώς της χαμογελούσα με ανακούφιση. Έβγαλα 72 δολάρια και πλήρωσα. «Να είστε εδώ το αργότερο στις 8.40» μου είπε με κάποιο τόνο προειδοποίησης Αλλιώς; Αλλιώς τι;
Έξω στο δρόμο ο ταξιτζής, ένας σαραντάρης μαυριδερός συμπαθέστατος Μεξικανός με πλακουτσωτή φάτσα, δεν είχε κουνηθεί.
-«Από πού είσαι αμίγκο;» με ρώτησε στα ισπανικά.
- «Από την Ελλάδα» του απάντησα.
-«Grecia? Nice football!»
Α ρε Ζαγοράκη να ήξερες πως έχεις παραπλανήσει όλο τον πλανήτη! Που έφτασε η χάρη σου! Λίγα χρόνια πριν, στο Μαυρίκιο ή στη Ταϋλάνδη, κανείς δεν ήξερε που πέφτει η Ελλάδα. Και τώρα μας ξέρουν οι πάντες.
- «Είναι τ’ όνειρό μου να πάω στην Ελλάδα» συνέχισε ο ταξιτζής σε σπαστά αγγλικά, προφέροντας τις λέξεις πολύ αργά..Θέλω να μαζέψω λεφτά και να πάρω τη γυναίκα μου να πάμε διακοπές»
Η συζήτηση για το Euro, το ποδόσφαιρο και την Ελλάδα με έκανε να ξεχάσω το άγχος μου. Ευτυχώς δεν είχε κίνηση. Και πώς να είχε άλλωστε, με την τέλεια ρυμοτομία που διαθέτουν αυτές οι μικρες επαρχιακές πόλεις; Φτάσαμε στο ξενοδοχείο πολύ γρήγορα. Και τότε συνειδητοποίησα ότι δεν είχα αφήσει λεφτά στη Χρύσα και δεν είχε να πληρώσει. Λογικά έπρεπε να είναι ακόμα εκεί που την είχα αφήσει. Η ώρα πλησίαζε πλέον 7.30. Είπα του ταξιτζή να με πάει στην κεντρική πλατεία. Πράγματι καθόταν ακόμα εκεί, στο ίδιο τραπεζάκι, διαβάζοντας ένα βιβλίο, αμέριμνη, σίγουρη ότι θα επέστρεφα. Κόσμος πηγαινοερχόταν μπροστά της, εγώ είχα πεθάνει από το άγχος κι αυτή καθόταν και διάβαζε ήσυχα κι ωραία. Έτρεξα να πληρώσω το γεύμα μας και αμέσως επιστροφή στο δωμάτιο. Πλήρωσα 60 πέσος, δηλαδή περίπου 5 ευρώ στο ταξί για όλη τη διαδρομή και ανεβήκαμε τρέχοντας. Μαζέψαμε μέσα σε 15 λεπτά. Σίγουροι ότι μέσα στη βιασύνη μας κάτι είχαμε ξεχάσει τσεκάραμε ότι είχαμε πάρει τουλάχιστον τα απαραίτητα: διαβατήρια, χρήματα, οδηγούς, μηχανές, κινητά, φορτιστές.
Κατεβήκαμε για τσεκ άουτ. Νέο ταξί μας περίμενε στην είσοδο. Είχαμε όμως να ρυθμίσουμε μια τελευταία μικρή λεπτομέρεια. Που θα κοιμόμασταν το επόμενο βράδυ. Ευτυχώς σταθήκαμε τυχεροί. Ήδη από την Ελλάδα είχαμε κάνει κάποια επιλογή σε ξενοδοχεία και στο 2ο κιόλας τηλεφώνημα κλείσαμε. Το El Paraiso στο κέντρο του Σαν Κριστόμπαλ Ντε Λα :Κάζας, κάτω από το ζόκαλο.
Φτάσαμε στο σταθμό ακριβώς στις 8.40.
Δείξαμε τα εισιτήρια στο φύλακα. Ταξιδεύαμε με luxury bus της εταιρείας A.D.O. Αυτό πρακτικά σήμαινε ότι δεν έκανε ενδιάμεσες στάσεις, παρά μόνο μία στη Καμπέτσε με ενσωματωμένη τουαλέτα και καφέ. Ήταν πολύ πιο ακριβό από το κανονικό λεωφορείο και γι’ αυτό το απέφευγαν οι ντόπιοι. Μας οδήγησε στην αίθουσα αναμονής. Στην είσοδο έγραφε V.I.P. Μπαίνοντας στην αίθουσα είδα την έκφραση απογοήτευσης και ανησυχίας στη Χρύσα.
Όλη η αίθουσα ήταν γεμάτη Μεξικάνους. Μικρούς μεγάλους, οικογένειες, ζευγάρια, μόνους. Δεν είχε ούτε ένα ξένο. Η υπάλληλος είχε δίκαιο. Θα ήμασταν οι μόνοι τουρίστες στη διαδρομή! Ένιωσα μια σκιά να μας βαραίνει. Όσο υπάρχουν τουρίστες νιώθεις μια περισσότερη ασφάλεια. Λες: «δεν θα με φάνε ζωντανό» Βολευτήκαμε σε ένα παγκάκι. Κοίταξα τις φάτσες γύρω μου. Άλλες κουρασμένες, άλλες σκεφτικές, άλλες σκυθρωπές. Καμία όμως χαρούμενη, καμία εκδρομική.
Τα λεπτά περνούσαν και όσο πλησίαζε η ώρα αναχώρησης τόσο μεγάλωνε η ανασφάλειά μας. Ένιωθα να με στοιχειώνει η συμβουλή του Lonely Planet: «Μην παίρνετε νυχτερινά λεωφορεία!» Ήταν ανεξήγητο. Καθαρά ψυχολογικό. Σαν να περιμέναμε σε μια αίθουσα αναμονής ενός νοσοκομείου. Τί γυρεύαμε εμείς εκεί ανάμεσα σε ανθρώπους που δεν ξέρουμε; Η αίθουσα είχε σκοτεινιάσει.
Και ξαφνικά, εντελώς αναπάντεχα, πέντε λεπτά πριν τις 9.00 κατέφτασε μέσα σε φωνές και αστεία μια εξαμελής παρέα Ιταλών! Τρία ζευγάρια με σλίπινγκ μπανγκ και ορειβατικούς σάκους. Κοιταχτήκαμε με τη Χρύσα και μόνο που δεν σηκωθήκαμε να τους φιλήσουμε! Τους φάγαμε με τα μάτια προσπαθώντας να καταλάβουμε από πού είναι και που πάνε. Κι ύστερα κι άλλη παρέα Ευρωπαίων κι ύστερα κι άλλη κι άλλη κι άλλη. Όλοι καθυστερημένοι, όλοι τελευταία στιγμή. Σε λίγο η αίθουσα γέμισε από τουρίστες , σχεδόν συνομήλικούς μας. Εν τω μεταξύ ένα λουξ λεωφορείο έφυγε για Καμπέτσε παίρνοντας μαζί του όλους σχεδόν τους Μεξικανούς. Άρα δεν πήγαιναν στο Παλένκε. Λογικό άλλωστε. Τί μπορούσαν να κάνουν όλοι αυτοί σε ένα χωριό, χωρίς καμία υποδομή, στη μέση της ζούγκλας; Ήθελε να επιστρατεύσεις απλή λογική. Κακώς είχα επηρεαστεί. Μείναμε μόνο οι τουρίστες. Λίγα λεπτά αργότερα μια φωνή μας ανακοίνωσε την αναχώρησή μας. Το 80% των επιβατών τελικά ήταν ξένοι. Η κοπέλα στο γκισέ είχε άδικο.
Βολευτήκαμε στις θέσεις μας. Ευτυχώς η τουαλέτα δεν μύριζε. Έβαλα όλα μας τα πολύτιμα στη «μπανάνα» ανάμεσά μας και τυλιχτήκαμε με τα μπουφάν μας. Καλύψαμε τα πόδια με τη μοναδική πετσέτα που είχαμε φέρει από την Ελλάδα. Αρχίσαμε να διασχίζουμε τους ατέλειωτους μονότονους αυτοκινητόδρομους του Μεξικό. Δεν περνούσαμε από χωριά ή πόλεις. Γύρω μας αν ήταν μέρα θα βλέπαμε μόνο απέραντες εκτάσεις από φοινικές και τροπική βλάστηση.
Βγάλαμε τα παπούτσια μας και απολαύσαμε μια ταινία με τον Μόργκαν Φρίμαν και τον Μπομπ Χόσκινς. Στις 12.00 η ταινία τελείωσε και ο οδηγός, του οποίου η θέση για λόγους ασφαλείας απομονωνόταν πλήρως από το χώρο των επιβατών μ’ένα πέτασμα και μια κλειδωμένη πόρτα έτσι ώστε να μην έχει καν οπτική επαφή με μας, έσβησε τα φώτα.
Κοιμηθήκαμε αγκαλιά με το έντονο κούνημα, λόγω τελευταίας θέσης, να μας νανουρίζει. Κάναμε ένα ύπνο ελαφρύ αλλά ξεκουραστικό. Ξυπνήσαμε πέντε ώρες αργότερα από τη φασαρία και το σούσουρο των συνεπιβατών που μάζευαν τα πράγματά τους. Κοίταξα το ρολόι. Ήταν πέντε το πρωί. Ακόμα δεν είχε ξημερώσει. Ήταν νύχτα έξω. Όμως είχαμε φτάσει στο Παλένκε. Έβλεπα τα μικρά ισόγεια σπίτια. Οι ένοικοί τους ακόμα κοιμόνταν. Ήταν σκοτεινά. Ήθελα οπωσδήποτε να κάνω ένα μπάνιο και να πιω ένα δυνατό καφέ. Για το πρώτο έπρεπε να περιμένω μέχρι το βράδυ. Για το δεύτερο ευθύς μόλις κατεβαίναμε θα το φρόντιζα.




Φτάσαμε στο μικροσκοπικό σταθμό του Παλένκε και αποβιβαστήκαμε. Αυτό ήταν! Ούτε ληστείες, ούτε επιθέσεις, ούτε όπλα, ούτε κακοποιοί, ούτε τίποτα! Όλα είχαν πάει κατ’ ευχήν. Βγάλαμε εισιτήρια για το Σαν Κριστόμπαλ το μεσημέρι με το λεωφορείο των 3.
Αφήνοντας τη Χρύσα να προσέχει τα πράγματά μας μέχρι να ανοίξουν τα λόκερς και να τα αποθηκεύσουμε βγήκα έξω απ΄ το σταθμό για να βρω καφέ. Το σκοτάδι δεν έλεγε να σπάσει και η ψύχρα ήταν έντονη. Όλα τα μαγαζιά κλειστά. Και ο αρχαιολογικός χώρος δεν θα άνοιγε πριν τις 8.00. Σ’ένα χωράφι, 2-3 σπίτια πιο κάτω, πρόσεξα κάτι ντόπιους μαζεμένους. Προχώρησα προς τα εκεί. Μια μεσήλικη ινδιάνα είχε ένα τρίκυκλο πάνω στο οποίο είχε βάλει ένα πλαστικό βαρέλι με ζεστό νερό με μια μικρή βρύση στο κάτω μέρος. ‘Εβαζε ένα ποτήρι γέμιζε με ζεστό νερό και ύστερα έδινε χώρια τον καφέ, τη ζάχαρη και τη γάλα σε σκόνη. Αγαλλίασα! Κανονικός παραδοσιακός νεσκαφέ! Τί τύχη! Καφές! Νερομπλουμ, νεροζούμι, αλλά καφές! Έφτιαξα δύο και γύρισα πίσω θριαμβευτής. Η Χρύσα εν τω μεταξύ είχε τακτοποιήσει τις βαλίτσες μας. Βγήκαμε στο δρόμο να απολαύσουμε στα όρθια τον καφέ μας. Άρχιζε να χαράζει. Τα πρώτα bus collectivos έκαναν την εμφάνισή τους. Άθλια, βρώμικα βαν, χωρίς κατ’ ανάγκη πόρτα για τους επιβάτες εξυπηρετούσαν τους ντόπιους κάνοντας στάσεις μόνο στον κεντρικό δρόμο. Ένα τέτοιο με 10 πέσος το άτομο θα παίρναμε και μεις.







Από μακριά τα βουνά είχαν αρχίσει παίρνουν το σχήμα τους μέσα στην πρωινή ομίχλη, νιώθαμε τη ζούγκλα να ξεκινάει ορμητικά προς τα επάνω και ακούγαμε άγνωστα πουλιά να τιτιβίζουν.


Ανυπομονώντας να θαυμάσουμε το πιο ξακουστό παλάτι των Μάγιας χαζεύαμε τους ντόπιους που πήγαιναν στη δουλειά τους. Ζεστός καφές κυκλοφορούσε στο αίμα μας! Μόλις είχαμε ταξιδέψει στην καρδιά μιας άγνωστης ηπείρου με νυχτερινό λεωφορείο. Είχαμε κάνει μια διαδρομή που όλοι συνιστούσαν να μην κάνουμε. Είχαμε ξεπεράσει τις φοβίες και τις προκαταλήψεις μας! Νιώθαμε σαν να είχαμε κάνει ένα άθλο. Όχι, δεν είχαμε πάθει τίποτα. Απολαμβάναμε τον ζεστό καφέ και ήμασταν ζωντανοί. Ολοζώντανοι! Ίσως πιο ζωντανοί από ποτέ.

24 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Η αλήθεια είναι ότι θα προτιμούσα να σχολιάσω από κοντά, γιατί οι θετικοί μπλογκοσχολιασμοί μεταξύ φίλων δεν είναι και πολύ του γούστου μου. Όμως, νομίζω ότι σου οφείλω έναν κάπως πιο δημόσιο έπαινο για αυτά που γράφεις στην ενότητα των ταξιδιών, λόγω της αδικαιολόγητης υπερημερίας που επέδειξα όταν μου είχες ζητήσει μια γνώμη (ξέρεις εσύ).

Λοιπόν, η γλώσσα που χρησιμοποιείς είναι πολύ στρωτή, πιστή σε ένα ύφος που νομίζω ότι αρχίζεις να διαμορφώνεις ως αποκλειστικά δικό σου, ούτε πολύ καθημερινή ούτε πολύ λογοτεχνίζουσα- αυτό ακριβώς που ταιριάζει στη συγκεκριμένη αφήγηση, κατά τη γνώμη μου. Η γραφή σου είναι τρυφερή και καταφέρνει να μεταφέρει τον αναγνώστη αυτοστιγμί στο περιβάλλον που περγράφεις. Νομίζω ότι αυτό το λογοτεχνικό είδος σου πάει πολύ.

Algernon resurrected είπε...

Λοιπόν, χρωστάω κι εγώ ένα σχόλιο, ενιαίο και για τα δύο μέρη. Ήθελα να σχολιάσω μάλιστα λίγο ανάλφρα και σκωπτικά, αλλά δε μου πάει η καρδιά. Πολύ ωραία κείμενα. Και το σημαντικότερο, χωρίς αυτό το ακατανόητο κόμπλεξ των ταξιδιωτών να παρουσιάζουν υπεράνθρωπους άθλους και μοναδικά, ανυπέρβλητα συμβάντα. Τράβα μπροστά, ξωπίσω εμείς...

Φαίδρα Φις είπε...

καλημέρα,
για το πρώτο μέρος σου είχα γράψει.
Σε γενικές γραμμές συμφωνώ με όσα γράφει η πυργοδέσποινα.
Θα σχολιάσω-αν μου επιτρέπεις-δυο τρία σημεία επιπλέον.
προσωπικά,πείστηκα ότι η γοητεία που άσκησε ο τόπος πάνω σας ήταν τόσο καταλυτική που σας έκανε να ξεχάσετε τα αρνητικά στοιχεία της περιοχής.Σαν να λειτούργησε ένα "φίλτρο" που δεν άφησε να περάσουν τα άσχημα και να εισδύσουν βαθύτερα.
θεωρώ ανολοκλήρωτα δύο πράγματα στο συγκεκριμένο κείμενο,-εννοώντας αυτά που έλειψαν σε μένα- και είναι κάποιες πληροφορίες για τους κατοίκους και για τον τρόπο ζωής όπως και τις "φυσικές καλλονές" και ως επί το πλείστον την ιστορία του τόπου,έστω επιγραμματικά και αποσπασματικά και εμβόλιμα-αφού αποφάσισες να καταθέσεις ένα ταξιδιωτικό κείμενο-και ακόμα,τα συναισθήματά σας όταν φύγατε από εκεί.
Θα μου πεις-και δικαίως-ότι όλοι δεν είμαστε "επαγγελματίες" και αυτό ακριβώς μετράει,δηλαδή ο "ερασιτεχνισμός" και το "ακατέργαστο" και αθώο "βλέμμα"...
συμφωνώ λοιπόν και επαυξάνω καθώς με όσα κατέθεσες με(μας)πήρες μαζί σου σε ένα ταξίδι σύντομο αλλά "μοιρασμένο"...και σ'αυτό συνίσταται η ουσία...
οι φωτογραφίες είναι πολύ όμορφες.

σ'ευχαριστώ

φιλιά

Βάσσια είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
Βάσσια είπε...

Έκανα λάθος και το διέγραψα :-(
......
Ελκυστή, ήταν περιπετειώδες το ταξίδι σας τελικά.
:-)

Πολύ μου άρεσε το "nice football" χε χε.

Και φυσικά, όπως πάντα, η περιγραφές σου είναι αξιοζήλευτες.

Το Σαν Κριστομπάλ είναι Νικαράγουα;

ή τα έχω μπερδέψει;

:-)

Παράξενος Ελκυστής είπε...

@Πυργοδέσποινα:
Με αιφνιδιάζουν τα θερμά σου λόγια και με εκπλήσσουν διότι είναι πασίγνωστη η (ακριβοδίκαιη μεν) αυστηρότητά σου (A, ρε άτιμη επαγγελματική διαστροφή!-όλους μας κατατρέχεις).

Το ύφος μου είναι αυτό που μου βγαίνει αυθόρμητα, χωρίς καμία επιπλέον επεξεργασία. Όπως όλων μας άλλωστε. Δεν νομίζω ότι διαφέρει με αυτά που διαβάζω σε άλλα μπλογκς (ή σε έντυπα-βιβλία).
Έχω πάντως την εντύπωση ότι τα ταξιδιωτικά ημερολόγια δεν ανήκουν σε κάποιο λογοτεχνικό είδος. Κι ούτε εγώ προσπαθώ να γράψω λογοτεχνία.
Όπως και το "μικρό λογοτεχνικό παιχνίδι" έτσι και αυτά εδώ τα κείμενα τα γράφω γρήγορα και άμεσα σαν μαθητής που λύνει άσκηση μαθηματικών στον πίνακα.
Ο κύριος όμως λόγος είναι ότι προσπαθώ να διασώσω τις αναμνήσεις μου και να τις μοιραστώ μαζί σας.

Παράξενος Ελκυστής είπε...

@Αlgernon:
Να υποθέσω ότι γύρισες από την άκουσον - άκουσον χιονισμένη Νορβηγία;
Κανείς δεν χρωστάει τίποτα σε κανέναν. Σχολιάζεις όποτε νιώθεις την ανάγκη να πεις κάτι. Μόνο έτσι αποκτά αξία αυτό που έχεις να πεις. (Τα λέω στη νύφη για να τα ακούει η πεθερά).
Σε προτιμώ μακράν όταν έχεις εκείνη τη διαβρωτική σκωπτική διάθεση.
Η συνέχεια του στίχου είναι : "τράβα μπροστά ξωπίσω εμείς και μη σε μέλλει". Δεν είναι τυχαίο.

Παράξενος Ελκυστής είπε...

@Φαίδρα φις:
Δεν γράφω ταξιδιωτικο κείμενο. Ανασυνθέτω τις λεπτομερείς ταξιδιωτικές μου σημειώσεις σαν να είναι ένα ημερολόγιο που κρατάω επί τόπου. Δεν γράφω σε οδηγό, ούτε για ταξιδιωτικό περιοδικό.
Υπ' αυτή την έννοια δεν χρειάζεται κι ούτε "κολλάει" να δώσω περισσότερες ιστορικές ή γεωγραφικές πληροφορίες απ' αυτές που ήδη δίνω. Για τα συναισθήματα ίσως να έχεις δίκαιο. Δεν ξέρω.

Σε ό,τι αφορά περιγραφή "φυσικών καλλονών" εδώ με βρίσκεις κατηγορηματικά αντίθετο. Πάντα τις βαριόμουνα όταν τις διάβαζα (πηδούσα τις σελίδες ακέραιες) αλλά, στην εποχή του Ιντερνετ και των κινητών με κάμερες, τις θεωρώ πλέον περιττές και παροχυμένες. Όποιος θέλει να δει μια ζούγκλα ή μια πόλη έχει άπειρους τρόπους να το κάνει.
Σε όλα μου τα ταξίδια εντοπίζω πάντα και αρνητικά στοιχεία. Πείνα, φτώχια, εξαθλίωση. Αυτά με γοητεύουν πιο πολύ. Μπούχτησα από την αποστειρωμένη Ευρώπη. Γι αυτό άλλωστε ταξιδεύω σχεδόν αποκλειστικά σε χώρες του 3ου κόσμου. Αλλά το συγκεκριμένο απόσπασμα αφορούσε μια άλλη εξίσου σημαντική εκδοχή των ταξιδιών: την ενδοσκόπηση, το εσωτερικό ψάξιμο , το ταίριασμα και το δέσιμο των ταξιδιωτών.

Παράξενος Ελκυστής είπε...

@Βάσια:
Εκείνος ο ταξιτζής είχε πολύ πλάκα!Εμένα μ έτρωγε το άγχος αν θα προλάβουμε κι αυτός μου έλεγε πως τ' όνειρό του είναι να έρθει στην Ελλάδα!
Όπου και να πηγαίναμε όλοι το ίδιο μας έλεγαν: "Nice football!"

Το Σαν Κριστόμπαλ είναι Μεξικό. Η φτωχότερη επαρχία του.

Φαίδρα Φις είπε...

καλέ μου ελκυστή και πολύ παράξενε,δεν θα τολμούσα να κριτικάρω το κείμενο και πολύ περισσότερο το "ημερολόγιο" κανενός και μάλιστα κάποιου που είχε την ψυχική ευγένεια και την καλοσύνη να το μοιραστεί μαζί μου...αλίμονο!
γι'αυτό είπα εξ'άλλου ότι αυτά τα πράγματα έλλειψαν σε μένα,δεν το εξετάζω υπό το πρίσμα της κριτικού λογοτεχνίας αν και θα μπορούσα αλλά όπως είπες κι εσύ το κείμενο δεν είναι λογοτεχνικό,εγώ το χαρακτήρισα "ταξιωτικό" γιατί αυτό είναι,μπορεί ερασιτεχνικό αλλά οι καταγραφές είναι ταξιδιωτικές,πώς να το κάνουμε τώρα?
θες δε θες...πλάκα κάνω...
όταν είπα "φυσικές καλλονές" όπως και για την κουλτούρα των ανθρώπων εννοούσα δε,αυτό ακριβώς που είπες εσύ...
δηλαδή πώς είδες τα πράγματα εκεί και τους ανθρώπους υπό τη "συνθήκη" που σου υπέδειξε η ψυχική διεργασία,η διερεύνηση,το ψάξιμο και γενικά όλη η εσωτερικότητα,η στροφή προς τα μέσα που σου πρόσφερε το ταξίδι...
γι'αυτό μη μου θυμώνεις λοιπόν...
άλλωστε,το έχω πει πολλές φορές όπως το τόνισα και πριν ότι συμφωνώ με την πυργοδέσποινα και πάντα ό,τι γράφεις με λέξεις ή με νότες είναι ξεχωριστό.

σε φιλώ

Algernon resurrected είπε...

Δε γύρισα ακόμα. Κι έχω φάει χιόνι για 10 χρόνια.

Hypocrite lecteur είπε...

Να προσυπογράψω τα του Algernon και να τελειώσω το στίχο
...και μη σε μέλλει.

Ωραίο, ωραίο, ωραίο.

Βάσσια είπε...

Α, γιατί έχω την εντύπωση ότι υπάρχει και πόλη στη Νικαράγουα... τέλος πάντων.

Στο Μεξικό, που έχει πάει η μία κολλη΄τη μου, η ταξιδιάρα, της άρεσε πολύ και πήγε και 2η φορά το Κανκούν.
Βέβαια δεν ξέρω αν ήταν κοντά σας.

Αυτά τα ταξίδια πάντως Ελκυστή, ακόμη και με τις αναποδιές που μπορεί να παρουσιάζονται.

Βάσσια είπε...

και να συνεχίσω την πρόταση που άφησα μισή.......
Αυτά λοιπόν τα ταξίδια είναι εμπειρίες μοναδικές.
Και σε χώρες της Λατινικής Αμερικής, όπου, εμένα προσωπικά, μου κεντρίζουν αφάνταστα το ενδιαφέρον.
:-)

Παράξενος Ελκυστής είπε...

@Φαίδρα Φις:
Δεν σου θύμωσα ποτέ. 'Ισως θα έπρεπε να με λένε Πολύ Πολύ Παράξενος Ελκυστής!

Παράξενος Ελκυστής είπε...

Με το καλό να γυρίσεις Algernon. Θα δυσκολευτείς να προσαρμοστείς γιατί εμείς εδώ ξεκινήσαμε τις λιακάδες και τους φραππέδες!

Παράξενος Ελκυστής είπε...

@Ypocritelecteur:
Το ίδιο συμπλήρωμα του στιχου έγραψα κι εγώ . Συνεχίζει να μην είναι τυχαίο.

Παράξενος Ελκυστής είπε...

@Βάσσια:
Δεν έχω πάει ακόμα Νικαράγουα. Αλλά είναι στο πρόγραμμα (μαζί με Κόστα Ρίκα, Παναμά).
Η πλήρης ονομασία είναι Σαν Κριστόμπαλ ντε λα Κάζας , που είναι μοναδική .
Όντως τα ταξίδια αυτά είναι μοναδικά. Τη φίλη σου την καταλαβαίνω απόλυτα: Το Κανκούν είναι υπέροχο και το Μεξικό είναι μακράν η ωραιότερη χώρα που έχω επισκεφτεί (που δεν είναι πολλές άλλωστε)! όλη αυτή η περιοχή της Λατινικής Αμερικης είναι φανταστική. Μαζί με την Ινδοκίνα οι ωραιότερες γωνιές του πλανήτη!

Βάσσια είπε...

Φίλε μου εάν έχω μετανοιώσει για κάτι πολύ είναι που δεν την ακουλούθησα στα ταξίδια αυτά, Μεξικό, Βραζιλία, Αργεντινή, Ουρουγουάη, Χαβάη, Περού.
Ήταν μεγάλη βλακεία μου, τα εισητήρια ήταν σχεδόν τζάμπα, αφού εργαζόταν για πάρα πολλά χρόνια στην DELTA Airlines στο Λονδίνο, και δικαιούνταν τέτοια.
Κι εγώ η , μη με χαρακτηρίσω, σκεφτόμουν τις ώρες στο αεροπλάνο, από φοβία (που τελικά ξεπέρασα, αλλά αργά):-(.
Καλά να πάθω!!!!
Μου έχει πει πάντως ότι Μεξικό και Αργεντινή της άρεσαν πολύ.

Άντε σε ζάλισα.
Καλό βράδυ.
(μου έφερνε αναμνηστικά όμως) :-)

ritsmas είπε...

Τσιαπας, φυλή των Μάγια, Παλενκε... μαγευτικές διαδρομές στο παρόν και στο παρελθόν ενός παρεξηγημένου τόπου. Δύσκολο ταξίδι, επικίνδυνο, αλλά και τί δεν ειναι επικίνδυνο στο διάβα μας; Παραστατική και ωραία η περιγραφή σου. Συγκινούμαι κι εύκολα, ξέρεις τώρα...
ριτς

Παράξενος Ελκυστής είπε...

@Βάσσια:
Τώρα τί να σου πω; Χάνουν τέτοια ταξίδια; Αυτά είναι εμπειρίες ζωής!
Μην απογοητεύεσαι όμως. Ποτέ δεν είναι αργά.

Παράξενος Ελκυστής είπε...

@Ritsmas:
Οι κίνδυνοι παραμονεύουν στη γωνία, όπου και να πάμε.
Χαίρομαι πολύ που γύρισες και πήγαν όλα καλά!

Βερενίκη είπε...

Πρόσκληση για νέο παιχνιδάκι. Λεπτομέρειες στο blog μου

Locus Publicus είπε...

Προσωπικά απόλαυσα στο κείμενό σου Παράξενε Ελκυστή, και διαισθάνομαι στο προσωπό σου μια εσωτερική επιθυμία να γνωρίσεις πράγματα που βρίσκονται μακριά απο τους διαφημιζόμενους τουριστικούς παράδεισους. Εκεί άλλωστε πιάνει κανείς τον αληθινό παλμό μιας χώρας. Το ενδιαφέρον σου να βρεθείς σε μια απρόσιτη περιοχή, η αγωνία της μεταφοράς, και η συγκίνηση/χαρά της άφιξης, είχαν μια πολύ συγκεκριμένη επίδραση πάνω μου: θα επιθυμούσα να κάνω και εγώ κάποτε αυτό το ταξίδι.