Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2007

Σκέψεις μιας φωτογραφίας

Μια φωτογραφία της φίλης 5 pink flowers που ανάρτησε πριν λίγες ημέρες με έκανε να συνειδητοποιήσω πόσο πολύ αλλάζουμε, πόσο πολύ προχωράμε. Δεν ξέρω αν είναι προς το καλό ή το κακό. Πάντως αλλάζουμε συνέχεια. Η φωτογραφία απεικονίζει μια μελαγχολική παραλία στη Ρόδο. Στην ίδια ακριβώς παραλία που έτυχε να ξεμείνω κι εγώ 9 ολόκληρους μήνες. Εκπληκτική σύμπτωση! Την ίδια ακριβώς θέα με αυτή που αποθανάτησε, είχα κι εγώ για κάθε μέρα επί 9 μήνες. Και την ξαναείδα ξαφνικά μετά από πολλά χρόνια μπροστά μου. Εγώ δεν είμαι εικαστικός ή σκηνοθέτης. Δεν θα μπορούσα ποτέ να συλλάβω τη μελαγχολία εκείνη της παραλίας με τον τρόπο που έκανε η 5 pink flowers. Οι δικές μου φωτογραφίες είναι πολύ πεζές. Eγώ απλά γράφω. Οτιδήποτε. Προσπάθησα να θυμηθώ πως ήμουνα. Τι σκεφτόμουν, πως ένιωθα; Πριν τα πάρει σβάρνα αυτός ο γαμημένος οδοστρωτήτας της επιβίωσης. Σκάλισα το αρχείο μου κι ανακάλυψα αυτά που έγραφα τότε. Το παραθέτω. Εννοείται ότι τα ονόματα είναι αλλαγμένα. Κατά τ' άλλα οποιαδήποτε σχέση με την παραγματικότητα είναι εντελώς τυχαία. Της τα αφιερώνω :

Σηκώθηκα κι άναψα το φως. Έπεφτε η νύχτα. Έφτιαξα ένα καφέ και βγήκα έξω στο μπαλκόνι. Άκουσα το πλοίο να σφυρίζει. Σάλπαρε. Θα περνούσε από μπροστά μου σε λίγα λεπτά. Αν με χαιρετούσε διαγράφοντας ένα μεγάλο κύκλο με τα χέρια της, όπως της είχα πει, θα την έβλεπα παρά τη μεγάλη απόσταση. Αλλιώς, όσο σκοτείνιαζε, δεν θα τη διέκρινα.
Είχα ήδη συμπληρώσει εφτά μήνες στο νησί. Είχα φτάσει εκεί ένα κρύο πρωί του Δεκέμβρη. Με υποδέχτηκαν η υγρασία, οι βροχές και οι βοριάδες. Το πρώτο πράγμα που είχα κάνει μόλις κατέβηκα από το πλοίο ήταν να πάω για καφέ και να αγοράσω μια τοπική εφημερίδα. Την άνοιξα κατευθείαν στις αγγελίες και το πρώτο σπίτι που είδα ήταν και αυτό που έκλεισα. Έτσι όπως το ήθελα. Έξω από την πόλη, πάνω στη θάλασσα, με ένα δωμάτιο, ένα σαλόνι με κουζίνα και με χρώμα παντού, γύρω του, το θαλασσί.
Μου πήρε δυο μήνες να προσαρμοστώ και να αρχίσω κάπως να ηρεμώ. Οι ρυθμοί στο νησί δεν είχαν καμία σχέση με την κόλαση της Αθήνας. Ξυπνούσα στις 7.30 και στις οχτώ ήμουν στη δουλειά μου. Σχολούσα στις έξι και σε δεκαπέντε λεπτά γυρνούσα σπίτι μου. Χρόνοι μετακίνησης αδιανόητοι. Όμως δεν ήταν μόνο οι κοντινές και χωρίς κίνηση αποστάσεις.
Ήταν οι εσωτερικοί ρυθμοί των κατοίκων, το αργό περπάτημά τους, δυο ταχύτητες πιο κάτω απ’ το δικό μου, οι εργασίες των μαστόρων και των συνεργείων που στις δυόμισι σχολούσαν κι ας καιγόταν ο κόσμος. Η ηρεμία τα βράδια, χωρίς επίδειξη πλούτου, χωρίς μπουζούκια και παραλιακές, πούρα και κάμπριο. Ήταν η αίσθηση της ελευθερίας. Βρισκόμουν κάπου μακριά και μόνος μεταξύ αγνώστων. Βίωνα την απόσταση λυτρωτικά. Στη δουλειά ομοίως. Χωρίς άγχος και παράλογο τρέξιμο, χωρίς φωνές, κόντρες και θαψίματα.
Αλλά κυρίως ήταν η θάλασσα. Η διαδρομή κάθε πρωί δίπλα της, οι ματιές που της έριχνα και δεν την χόρταινα, η θέα από το σπίτι μου, η σταθερή της παρουσία, σαν τη γυναίκα που δεν είχα. Τη χάζευα από παντού ανά πάσα στιγμή, χωρίς να χρειάζομαι μισή και μια ώρα για να την απολαύσω όπως στην Αθήνα. Με ημέρευε και τα βράδια, με τους παφλασμούς της, με νανούριζε.
Η Νάντια από τη δεύτερη κιόλας βδομάδα ήταν παρελθόν. Τόσο άντεξα να κάνω ότι ενδιαφέρομαι γι αυτήν και να την παίρνω τηλέφωνο. Δυο μήνες αργότερα ξανάβρισκα τον εαυτό μου. Ξανάρχισα να πηγαίνω μακρινές βόλτες με τα πόδια, να κουτσογράφω στίχους, να διαβάζω βιβλία, να ονειροπολώ και φυσικά να παίζω κιθάρα. Άρχιζα να νιώθω πάλι άνθρωπος. Αλλά όλα αυτά ένιωθα να τα κάνω όπως κάποιος που αναρρώνει από ένα εγκεφαλικό και σιγά - σιγά θυμάται πράγματα. Δεν μπορούσα να καταλάβω αν τα έκανα από ανάγκη εσωτερική ή απλά προσπαθούσα να ξαναγίνω όπως ήμουν.
Το πιο σημαντικό όμως ήταν ότι αποκατέστησα επαφή, έστω και εξ’ αποστάσεως, με τους παλιούς μου φίλους. Με το Στρατή και τη Δανάη καθημερινά μέσω emails και με τους Αλέξη, Δάφνη, Λίλιαν και Πέτρο από το δωρεάν κινητό που μου παρείχε η εταιρεία. Επιτέλους. Το εταιρικό κινητό, χάρη στη Turkcel που έπιανε καμπάνα σε αντίθεση με τις ελληνικές εταιρείες, δεν ήταν έλεγχος, δεν ήταν συμπίεση δουλειάς και επέκτασή της όλο το εικοσιτετράωρο, ήταν μέσο επικοινωνίας. Πολύτιμο και απαραίτητο.
Τους είχα παραμελήσει. Και έφταιγα εγώ που είχαμε χαθεί και όχι, σύμφωνα με τη θεωρία του Αλέξη, η πόλη. Ο Στρατής τελείωνε φέτος το διδακτορικό του και μάλλον θα του προσέφεραν μια καλή δουλειά σε ένα Πανεπιστήμιο, ο Αλέξης μες στη καλή χαρά με τις θεωρίες του, όπως πάντα, τις αναλύσεις του και τη νεαρή του φοιτήτρια, η Δάφνη έγραφε σαν τρελή , η Λίλιαν είχε αρχίσει - για πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια - να απογοητεύεται που δεν είχε κάνει ακόμα τίποτα στη μουσική της και σκεφτόταν σοβαρά να τα παρατήσει και να συνεχίσει τις σπουδές της στη Νομική, όπως επέμεναν και γκρίνιαζαν καθημερινά οι γονείς της κι ο Πέτρος, που είχε γυρίσει από το δικό του διδακτορικό στην Αμερική, είχε πάει - παππούς πια - φαντάρος. Ακόμα και με τον Μιχάλη ξανάρχισα επαφές. Βρισκόταν τώρα στο Αφγανιστάν και μου ’γραφε σχεδόν καθημερινά. Ήμουν ένα παράθυρο επικοινωνίας γι αυτόν κι αυτός ένα παράθυρο ανθρωπιάς για μένα. Για τους Αμερικάνους, τον πόλεμο, τις βόμβες, τους Ταλιμπάν, τη δυστυχία, τη φτώχια. Πάλευα για να κρατήσω τους φίλους μου. Έστω κι από μακριά. Όσο ήμουν κοντά τους δεν έβρισκα το χρόνο. Έπρεπε να φύγω για να καταλάβω ότι έπρεπε να πολεμήσω για τους κρατήσω. Ότι έπρεπε να ιδρώσω, να πέσω κάτω να με πατήσουν γι αυτούς που αγαπώ. Τη μοναδική σταθερή αξία στη ζωή μου μέχρι τώρα...


ΥΓ: έχει κι άλλο αλλά προς το παρόν σταματάω εδώ.