Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2008

Ελικόπτερο

Κάποιος απόψε θα προλάβει να γυρίσει στη ζωή του
σε ένα σπίτι που δεν θα 'χει, μα θα 'ναι οι δικοί του
κι όπως γυρνάω κι εγώ στο άδειο σπίτι
μία κουρτίνα ψυθιρίζει στη σιωπή
Σ' ένα δωμάτιο το φως κάποιος θα σβήνει
θα κάνει έρωτα ή θα αποκοιμηθεί.


Σαν ελικόπτερο γυρνάω το πρωί
για να κατέβω ψάχνω έναν άδειο δρόμο
τη νύχτα να 'χαν άραγε όλοι αυτοί;
και συ σε ποιον θα ξημερώνεις ώμο;

Η τηλεόραση θα παίζει ανοιχτή ως το πρωί
Μονάχα έτσι θα τρυπήσει αυτή την άμορφη σιωπή.
Κι όπως γυρνάω κι εγώ στο άδειο σπίτι
σ' αυτό που ζήσαμε τόσο καιρό μαζί
Θυμάμαι μου λέγες φοβάμαι το σκοτάδι
άφησε μια πόρτα ανοιχτή.


Σαν ελικόπτερο γυρνάω το πρωί
για να κατέβω ψάχνω έναν άδειο δρόμο
τη νύχτα να 'χαν άραγε όλοι αυτοί;
και συ σε ποιο θα ξημερώνεις ώμο;


Σ' ένα δωμάτιο θα ξυπνήσει μια μικρή
και θα φωνάξει μες στη τη μαμά της
ίσως φοβάται το σκοτάδι όπως εσύ
ίσως το βλέμμα σου να έχει η ματιά της.

Το πρώτο ελικόπτερο που είδα από κοντά ήταν της αστυνομίας και ήταν την ημέρα που δολοφονήθηκε ο Μπακογιάννης. Πήγαινα τότε 3η Γυμνασίου και το σχολείο μου ήταν δύο τετράγωνα πιο πάνω από τον τόπο της δολοφονίας. Θυμάμαι να κατεβαίνω από το λεωφορείο και αμέσως την προσοχή μου να την τραβά ο δυνατός θόρυβος από έλικα. Ασυναίσθητα σήκωσα το κεφάλι ψηλά και είδα ένα μεγάλο ελικόπτερο να κάνει κύκλους χαμηλά, πάνω από τους δρόμους. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Σεπτέμβρης του 89 και στην αθώα ακόμα Αθήνα δεν ήμασταν συνηθισμένοι σε τέτοια θεάματα.

Λίγους μήνες αργότερα το ραδιόφωνο (απ)ελευθερώθηκε και οι ιδιωτικοί ραδιοσταθμοί προωθούσαν το κοινωνικό τους προφίλ. Ελικόπτερα που μετέδιδαν δελτία κίνησης άρχιζαν να κάνουν την εμφάνισή τους στον αττικό ουρανό.

Τώρα, είκοσι χρόνια σχεδόν αργότερα οι δρόμοι της Αθήνας έχουν αλλάξει δραματικά προς το χειρότερο, το ίδιο και οι ουράνιοι. Κάθε πρωί κυκλοφορούν εκεί επάνω δεκάδες ελικόπτερα. Συνηθισμένο πλέον θέαμα. Για όσους εμάς που ξυπνάμε το πρωί και πήζουμε στην κίνηση μέχρι να πάμε στη δουλειά μας είναι εικόνα ρουτίνας.
Εγώ όμως επιμένω και συνεχίζω να τα βλέπω όλα ως εν δυνάμει πηγές έμπνευσης.


Παρατηρήσεις: Ο Κών/νος Κληρονόμος τραγουδάει ως σολίστ στην Ε.Λ.Σ
Όπως και τα προηγούμενα (και τα επόμενα) έτσι κι αυτό δεν είναι ενορχηστρωμένο. Επαφίεται στη φαντασία του ακροατή να καταλάβει το όργιο της αντίστοιξης που σιωπαίνει από πίσω.

Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2008

ΝΕΑ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΤΟΥ ΙΣΠΑΝΟΥ ΠΟΙΗΤΟΥ Φ. ΛΟΡΚΑ

Ανταποκρινόμενος στην πρόσκληση του Δημήτρη Αθηνάκη "μ' ένα ποίημα αντισταθείτε" έστω και με μια μικρή καθυστέρηση 5 ημερών και με αφορμή την έκθεση για τον Εγγονόπουλο που επισκέφτηκα την Κυριακή έψαξα και βρήκα το (αυθόρμητο) ποίημα που συνέθεσε όταν πληροφορήθηκε τη δολοφονία του Λόρκα:

"η τέχνη κι' η ποίηση δεν μας βοηθούν να ζήσουμε:
η τέχνη και η ποίησις μας βοηθούνε
να πεθάνουμε

περιφρόνησις απόλυτη
αρμόζει
σ' όλους αυτούς τους θόρυβους
τις έρευνες
τα σχόλια επί σχολίων
που κάθε τόσο ξεφουρνίζουν
αργόσχολοι και ματαιόδοξοι γραφιάδες
γύρω από τις μυστηριώδεις κι αισχρές συνθήκες
της εκτελέσεως του κακορρίζικου Λόρκα
υπό των φασιστών

Μα επί τέλους! Ο καθείς γνωρίζει
πως
από καιρό τώρα
- και προ παντός στα χρόνια τα δικά μας τα σακάτικα-
είθισται
να δολοφονούν
τους ποιητάς"


Δεν ξέρω γιατί, αλλά αυτά τα λόγια μού ακούγονται - μέσα σε όλη αυτή τη σήψη και την ανηθικότητα που αναδύει το σκάνδαλο Ζαχόπουλου, ανάμεσα σε ξεπουλημένους και διεφθαρμένους δημόσιους λειτουργούς και παράγοντες, ανάμεσα σε συμψηφιστικές και κουκουλωτικές πολιτικές πρακτικές - πιο επίκαιρα από ποτέ.

Σάββατο 19 Ιανουαρίου 2008

TO ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΤΑ CD

Πάντα αναρωτιόμουν πως είναι ένα σπίτι που οι ένοικοι του κρεμούν cd στα μπαλκόνια. Το παραδέχομαι. Η αισθητική αυτή μου είναι λίγο ξένη. Πιθανολογώ ότι κάποιοι θεωρούν το cd διακοσμητικό είδος μάλλον επειδή ιριδίζει, παίζει με τα χρώματα και τις αναλαμπές του φωτός και δημιουργεί μια ανέμελη ατμόσφαιρα. Αλλά όλα αυτά τα cd μαζεμένα να κρέμονται σαν λουκάνικα για να στεγνώσουν, μετέωρα, αφημένα στη τύχη τους, αλλά - το πιο σημαντικό - άδεια από μουσική και περιεχόμενο παραμένει κάτι που δεν μπορώ να αποδεχτώ.
Έτσι όταν μια φίλη μου μου είπε για μια πολύ όμορφη μονοκατοικία που στον επάνω όροφο ταλαντώνονται δεκάδες μικρά δισκάκια αποφάσισα να πάω να την επσκεφτώ. Πήρα το μετρό για Δάφνη και μετά κατέβηκα την Παπαναστασίου προς Νέα Σμύρνη. Λίγο πριν την Πυροσβεστική έστριψα αριστερά, ρώτησα δυο τρεις περαστικούς και τελικά την βρήκα. Πράγματι ήταν πολύ όμορφη . Παλιά διώροφη, γωνιακή, με ένα κήπο που αν τον φρόντιζαν θα ήταν πολύ ωραίος , είχε μπροστά της έναν πολύ μεγάλο πεζόδρομο αρκετά μέτρα πλατύ, που της προσέδιδε μια άπλα και μια ανοιχτάδα, σπάνια για Αθήνα.
Ο μαντρότοιχος όμως πρόδιδε κάτι. Έδειχνε κάποια ανησυχητικά σημάδια παραίτησης. Ξεφτισμένος, με τους σοβάδες ξεφλουδισμένους, κίτρινος από τη βρώμα έδινε την εντύπωση πως κάτι δεν πάει καλά.
Οι τέντες σε όλο το περιμετρικό μπαλκόνι κατεβασμένες. Δεν είχε ήλιο και σε τέτοιο ωραίο σημείο ήταν κρίμα που τις είχαν κατεβάσει. Αλλά από το κατεβασμένο μπράτσο των τεντών κρέμονταν δεκάδες cd. Κατάλαβα ότι δεν τις σηκώνουν ποτέ.
Χτύπησα το κουδούνι και ανέβηκα. Μου άνοιξε μια παχουλή κυρία γύρω στα πενήντα, που ούτε που μου έδωσε σημασία. Ήταν απασχολημένη να μιλά στο κινητό της. Με το που έκανα ένα βήμα στο σαλόνι με χτύπησε μια αποπνιχτική μυρωδιά. Κατουρίλα, σκατίλα, κλεισούρα, εμετίλα όλα μαζί. ΄Εκανα να φύγω αλλά μια τρύπα στον τοίχο που είχε πρόχειρα κλειστεί με τούβλα μού τράβηξε την προσοχή.
-Από τότε που πέθανε ο κουνιάδος μου κανείς δεν ασχολείται με το σπίτι, απολογήθηκε λίγο πριν απαντήσει σε άλλο ένα τηλεφώνημα η χοντρή κυρία δείχνοντας με το δάχτυλό της στο βάθος του δωματίου. Κι ύστερα συνέχισε:
-Ναι, ναι εγώ είμαι. Ναι. Εγώ. Ναι στη λαϊκή του Αγίου Νεκταρίου, την άλλη Πέμπτη. Πόσα θέλετε; 30; Δεν γίνεται. Δεν προλαβαίνω. Από βδομάδα και βλέπουμε.
Ξαναγύρισε σε μένα : Μπείτε σε όποιο δωμάτιο θέλετε αλλά όχι σε αυτό εδώ. Μου έδειξε μια σπασμένη, ξεχαρβαλωμένη πόρτα. Εδώ έχω τα σκυλιά. Καλύτερα μην μπείτε.
Κρίνοντας από τη διάχυτη βρόμα αυτά τα σκυλιά μάλλον είχαν να βγουν χρόνια απ’το διαμέρισμα, οπότε ούτε κι εγώ θέλησα να επιμείνω.
Στο μεταξύ, μέσα στο σκοτάδι του χώρου που, μέρα μεσημέρι, επέβαλλαν οι κατεβασμένες τέντες, τα κλειστά αν και τρύπια παντζούρια και τα σβηστά φώτα προσπαθούσα να ξεχωρίσω τι ακριβώς μου έδειχνε. Και τότε κατάλαβα. Δυο κολώνες είχαν φυτρώσει στις άκρες του σαλονιού, προσθήκη και ενίσχυση του από πάνω ορόφου.
- Όλα αυτά τα είχε αναλάβει ο κουνιάδος μου, χρυσός άνθρωπος, μερακλής, έπιανε το χέρι του, αλλά δυστυχώς δεν πρόλαβε να τα χαρεί. Από κάτω μένει η αδερφή μου, μου ξαναείπε ενώ το κινητό της ξαναχτύπησε για έκτη φορά μέσα στα πέντε λεπτά που ήμουν εκεί.
Έκανα μια μικρή βόλτα κρατώντας την ανάσα μου. Χαρτοκούτες πεταμένες εδώ κι εκεί παραγεμισμένες με διάφορα που αντικείμενα που δεν μπορούσα να προσδιορίσω, εικονίσματα καρφωμένα στα γυμνά τούβλα, σπασμένα τραπέζια, ένας εκτυπωτής αφημένος πάνω σ’ ένα νεσεσέρ, ένας τεράστιος αρκούδος, μια ασπρόμαυρη τηλεόραση, πεταμένα χαρτιά , ένα μηχάνημα φαξ στην τουαλέτα. Το σκηνικό συμπλήρωναν κάτι κίτρινοι αρρωστιάρικοι λιγδιάρικοι πολυέλαιοι. Είχα ξεχάσει τα cd του μπαλκονιού, ούτε καν που θέλησα να τα δω. Χαιρέτησα κι έκανα να φύγω. Η κυρία με συνόδευσε μέχρι την πόρτα καθώς συνέχιζε να δέχεται παραγγελίες για άλλες λαϊκές. Βγήκα στον ασοβάτιστο διάδρομο με το γυμνό, χωρίς μαρμάρινη επένδυση πλατύσκαλο και ξαφνικά έκανα μεταβολή.
-Να σας ρωτήσω κάτι; Ο κουνιάδος σας πότε πέθανε;
- Ου! Πάνε δέκα χρόνια τώρα, Θεός σχωρές τον!

Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2008

Κ. ΟΠΩΣ Π.Ε

1) ΚΙΝΗΣΗ: "ΑΠΕΛΑΣΤΕ ΤΟ ΡΑΤΣΙΣΜΟ"
Κλαζομενών 1-3 10400 Αθήνα, τηλ: 210-3306286 φαξ: 210-3303566
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ 7/1/2008

Σοβαρό κρούσμα ρατσιστικής βαναυσότητας και κατάφορα αντιδημοκρατικής συμπεριφοράς των αστυνομικών της ΕΛ.ΑΣ: Σήμερα στις 3 το μεσημέρι στο Σύνταγμα αστυνομικοί κακοποίησαν μετανάστη μικροπωλητή από τη Μαυριτανία και συνέλαβαν περαστικό, εθελοντή του Κυριακάτικου Σχολείου Μεταναστών, επειδή κατέγραφε με την κάμερά του τη σύλληψη!
Συγκεκριμένα, ομάδα 5-6 αστυνομικών του Α.Τ. Παγκρατίου, συνέλαβε μετά από κινηματογραφική καταδίωξη στη μέση της λεωφόρου Φιλελλήνων - την ώρα που περνούσαν αυτοκίνητα δεξιά και αριστερά - μετανάστη μικροπωλητή από τη Μαυριτανία. Πατώντας τον κάτω με πόδια και με χέρια στο σώμα και στο κεφάλι, σε μια επίδειξη βαρβαρότητας, ακινητοποίησαν τον άτυχο μετανάστη που έχει νομιμοποιητικά έγγραφα αλλά όχι άδεια μικροπωλητή. Δεκάδες περαστικοί σοκαρισμένοι από την αστυνομικοί βία σταμάτησαν και διαμαρτυρήθηκαν έντονα στους αστυνομικούς. Ένας από αυτούς, ο Π. Ε, έτυχε να έχει μαζί του κάμερα και κατέγραψε όλη τη σκηνή της σύλληψης. Οι αστυνομικοί του ζήτησαν να σταματήσει τη λήψη, και όταν εκείνος αρνήθηκε λέγοντάς τους ότι δεν κάνει τίποτε παράνομο, τον συνέλαβαν μαζί με άλλον ένα περαστικό που διαμαρτυρήθηκε έντονα και μαζί και με το μικροπωλητή οδηγήθηκαν στο Α.Τ. Ακροπόλεως, όπου κρατούνταν μέχρι αργά.
Στο τμήμα έσπευσαν μέλη και δικηγόρος της Κίνησης Απελάστε το Ρατσισμό, 4-5 έλληνες συμπαραστάτες που δήλωσαν ότι θέλουν να καταθέσουν ως μάρτυρες υπεράσπισης του μικροπωλητή που κατηγορείται, εναντίον της ρατσιστικής συμπεριφοράς των αστυνομικών και σε υπεράσπιση του Π.Ε, ο οποίος κρατούνταν ακόμα μέχρι τις 9:30 το βράδυ χωρίς ακόμα να του έχουν απαγγελθεί κατηγορίες! Επίσης κράτησαν την κάμερά του με το επίμαχο βίντεο στο γραφείο του Αξιωματικού Υπηρεσίας και αρνούνταν επίμονα να απαντήσουν στις ερωτήσεις του δικηγόρου του εάν κατηγορείται για κάποιο αδίκημα και γιατί δεν τον αφήνουν ελεύθερο. Ο μικροπωλητής θα οδηγηθεί αύριο στο αυτόφωρο, και πολύ πιθανό είναι το ίδιο να συμβεί με τον έλληνα που τράβηξε το επίμαχο βίντεο, όταν και αν οι αστυνομικοί αποφασίσουν να απαγγείλουν κατηγορίες, ενώ δε δέχονται να απαντήσουν στις επίμονες ερωτήσεις των δικηγόρων.
Φαίνεται ότι οι αστυνομικοί της ΕΛ.ΑΣ έγιναν ιδιαίτερα ευαίσθητοι στις κάμερες και θεωρούν προσωπικό τους δεδομένο ένα βίντεο που καταγράφει την κακομεταχείριση μετανάστη από τους ίδιους μέρα μεσημέρι στο Σύνταγμα, ενώ την ίδια στιγμή ο κ. Χατζηγάκης υπεραμύνεται της παραβίασης προσωπικών δεδομένων των διαδηλωτών από τις κάμερες της ΕΛ.ΑΣ.

Εμείς απαιτούμε:

Την άμεση απελευθέρωση του μετανάστη μικροπωλητή
Την απόδοση ευθυνών στους ρατσιστές αστυνομικούς για τη ρατσιστική βία
Την άμεση απελευθέρωση του Π.Ε. και την επιστροφή της κάμεράς του καθώς και άθικτου του βιντεοσκοπημένου υλικού
Νομιμοποίηση και χορήγηση άδειας μικροπωλητή σε όποιο μετανάστη το επιθυμεί
Άσυλο και στέγη στους πρόσφυγες


2)ΕΡΩΤΗΣΗ ΣΤΗ ΒΟΥΛΗ:

ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΚΟΥΡΑΚΗΣ
ΒΟΥΛΕΥΤΗΣ Α΄ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΕΡΩΤΗΣΗ
Προς τον κ. υπουργό Εσωτερικών


Θέμα: Παράνομη συμπεριφορά αστυνομικών οργάνων

Την Τρίτη 8 Ιανουαρίου 2008, στις 3 το μεσημέρι στο Σύνταγμα ομάδα αστυνομικών του αστυνομικού τμήματος Παγκρατίου συνέλαβε μικροπωλητή που δεν είχε την απαιτούμενη άδεια. Τον ακινητοποίησαν πατώντας τον κάτω με τα πόδια και τα χέρια στο σώμα και στο κεφάλι. Δεκάδες περαστικοί, σοκαρισμένοι, διαμαρτυρήθηκαν έντονα στους αστυνομικούς για την άσκοπη χρήση βίας, ενώ ένας από αυτούς, ο Π.Ε, πολιτικός μηχανικός, εθελοντής στο Κυριακάτικο Σχολείο Μεταναστών, κατέγραψε με την κάμερά του τις σκηνές, θεωρώντας ότι στοιχειοθετούν παράνομη χρήση βίας από την πλευρά των αστυνομικών.
Στο τέλος οι αστυνομικοί θεώρησαν σκόπιμο να συλλάβουν εκτός από τον μικροπωλητή και τον κ. Π.Ε, καθώς και άλλον έναν πολίτη που διαμαρτυρόταν για τα συμβάντα. Ο δεύτερος αυτός πολίτης αφέθηκε ελεύθερος λίγες ώρες αργότερα. Δεν συνέβη όμως το ίδιο με τον κ. Π. Ε, παρ’ όλο που προφανώς οι πράξεις του είχαν μόνο στόχο την υπεράσπιση της νομιμότητας. Ή μάλλον ακριβώς γι’ αυτό. Κρατήθηκε μέχρι αργά το βράδυ υπό την απειλή της προσαγωγής του στο αυτόφωρο. Αφέθηκε τελικά ελεύθερος χωρίς να του απαγγελθούν κατηγορίες, μόνο αφού δέχθηκε να σβήσει από την ψηφιακή του κάμερα το οπτικό υλικό που είχε καταγράψει. Ακόμη και τότε, στην έξοδο από το αστυνομικό τμήμα τον συνόδευσε η απειλή ότι η υπόθεση δεν έχει μπει στο αρχείο και μπορεί ανά πάσα στιγμή να παραπεμφθεί στη δικαιοσύνη (άγνωστο με ποια κατηγορία). Το γεγονός κατήγγειλε η Κίνηση «Απελάστε το Ρατσισμό» που κινητοποιήθηκε για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων του μετανάστη και των συμπαραστατών του.
Με δεδομένο ότι:
§ το τελευταίο διάστημα –με αφορμή την παράδοση του DVD της υπόθεσης Ζαχόπουλου στον εισαγγελέα– η κυβέρνηση διατυμπανίζει την πεποίθησή της ότι κάθε οπτικό υλικό που πιθανώς να καταγράφει παράνομες πράξεις θα πρέπει να παραδίδεται στη δικαιοσύνη.
§ το βασικό επιχείρημα της κυβέρνησης για την χρήση των καμερών στους δρόμους, αλλά και σε διαδηλώσεις –σε πλήρη αντίθεση με την Ανεξάρτητη Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων– ήταν ότι μπορούν να οδηγήσουν στην αποκάλυψη αξιόποινων πράξεων

Ερωτάται ο κ. υπουργός
1. Αν αποτελεί πολιτική της κυβέρνησης η καταστροφή αποδεικτικού υλικού για πιθανές παράνομες ενέργειες αστυνομικών οργάνων.
2. Αν προτίθεται να διατάξει έρευνα και να παραπέμψει στη δικαιοσύνη τους αστυνομικούς που ευθύνονται για την καταστροφή οπτικού υλικού που πιθανόν να κατέγραφε αξιόποινες πράξεις.
3. Αν προτίθεται να παρέμβει ώστε να σταματήσουν οι προσπάθειες της αστυνομίας να τρομοκρατήσει πολίτες που διαμαρτύρονται για τις πράξεις της ή διεκδικούν τα δικαιώματά τους. Αν ναι με ποιον τρόπο;

Ο ερωτών βουλευτής


Τάσος Κουράκης



3) ΔΙΕΥΚΡΙΝΗΣΕΙΣ ΠΑΡΑΞΕΝΟΥ ΕΛΚΥΣΤΗ:
Για λόγους "μπλογκικού" απορρήτου έχω αντικαταστήσει το ονοματεπώνυμο μου, το οποίο αναφέρεται ολογράφως και στο δελτίο τύπου και στην επερώτηση και στις χθεσινές εφημερίδες, με τα ακρόνυμα του "μπλογκικού" ψευδώνυμου.

Ευχαριστώ όλους όσους μου συμπαραστάθηκαν ηθικά και ψυχολογικά στην περιπέτεια αυτή: τους αυτόπτες μάρτυρες που αυτοβούλως ήρθαν να δηλωθούν ως μάρτυρες υπεράσπισης και που έμειναν μέχρι το τέλος στο τμήμα, τα μέλη της κίνησης "Απελάστε το Ρατσισμό" που κινητοποιήθηκαν άμεσα, τον εθελοντή δικηγόρο της οργάνωσης, τους δημοσιογράφους της "Ε¨, του Ρ/Σ Κόκκινου, του "Α" και του "Σκάι" που ενφιαφέρθηκαν ή/και δημοσιοποίησαν το θέμα.
Τον βουλευτή Συνασπισμού κο Κουράκη για την ευαισθησία του, τον οποιο ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΖΩ ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ, ούτε αυτόν, ούτε κάποιον από τους συνεργάτες του και τέλος
ΟΣΟΥΣ (συμπ/νη και την οικογένειά μου η οποία δυστυχώς εμπλέχτηκε χωρίς τη θέλησή μου) μεσολάβησαν για την απελευθέρωσή μου.

Οφείλω επίσης να διευκρινήσω ότι κανένας αστυνομικός δεν με άγγιξε ή με προσέβαλε λεκτικά.

Αρνήθηκα τηλεοπτική συνέντευξη στο δελτίο του "Α" ως πράξη αποδοκιμασίας στον τρόπο με τον οποίο παρυσιάζονται τηλεοπτικά οι ειδήσεις και στην δίψα με κάθε αντίτιμο αρκετών συμπολιτών για "10' δημοσιότητας" .


Με την ευκαιρία του πρόσφατου ταξιδιού μου στην Πράγα δεν θα μπορούσε να γίνει καλύτερη ανάρτηση για τον Κάφκα. Για 5 ώρες έγκλειστος στο κελί δεν ήξερα με ποια κατηγορία κρατούμουν. (εξου και ο τίτλος της ανάρτησης - γι αυτό και κρατάω το τραγούδι). Αλλά δεν ήμουν εγώ αυτός που φοβόταν...

Κυριακή 6 Ιανουαρίου 2008

ΣΤΟΝ ΑΡΙΘΜΟ 22 ΤΗΣ ΟΔΟΥ ΑΛΧΗΜΙΣΤΩΝ


















Τα βράδια, καθώς γυρνούσε στο μικρό κλειστοφοβικό σπίτι του στον αριθμό 22 της οδού Αλχημιστών, με τις τρεις τυφλές πλευρές και τα μικρά παράθυρα στην πρόσοψη, που αρχικά είχε χτιστεί για να φιλοξενεί στρατιώτες της φρουράς του Κάστρου, το βλέμμα του θα μαγνήτιζαν οι τρομακτικές τερατόμορφες μορφές των υδρορροών του Καθεδρικού του Αγίου Βίτου, τα μπαρόκ κράνη των κωδοναστασίων και τα δίδυμα βέλη των δυτικών πύργων έτοιμα να απογειωθούν και να χαθούν στον σκοτεινό ουρανό.


Οι χάλκινες πρασινωπές τριγωνικές σκεπές του καθεδρικού θα βάφονταν ασημένιες μέσα από το φως του φεγγαριού που θα ξετρυπούσε τα σύννεφα και την ομίχλη και θα του φώτιζε το δρόμο.
Ύστερα από τη δουλειά του σαν άσημος υπάλληλος μιας ασφαλιστικής εταιρίας, θα περπατούσε στα ερεβώδη, υγρά καλντερίμια της Πράγας.



Χαμένος στις σκέψεις του, προσπαθώντας να βάλει τάξη στις λέξεις και στις φράσεις που θα του έρχονταν στο μυαλό και θα έγραφε όλο το βράδυ, τα βήματά του θα τον έφερναν στους συγγενείς του, στην Εβραϊκή συνοικία. Θα διόρθωνε τα στρογγυλά γυαλιά του και ανάμεσα από τις φιγούρες των σκοτεινών αγαλμάτων που διακοσμούν τις στέγες και τις προσόψεις των σπιτιών του 18 και 19ου αιώνα θα έψαχνε μέσα στην ομίχλη να βρει εκείνη του τέρατος που δημιούργησε ο μεγάλος δάσκαλος της Καββάλα και της Τορά ο ραβίνος Λεβ, του γιγάντιου Γκόλεμ, του πρόδρομου του ρομπότ και του Φρανγκεστάιν, ενός πλάσματος που δημιουργήθηκε από πηλό και που μια μαγική πέτρα του έδινε ζωή για να κάνει οικιακές δουλειές. Θα κοντοστεκόταν έξω από την Παλιά –Νέα Συναγωγή, την αρχαιότερη της Ευρώπης, από το 1270, και μέσα στην υποβλητική ομιχλώδη ησυχία θα προσπαθούσε να αφουγκραστεί θορύβους που θα αποδείκνυαν ότι όντως ο ραβίνος Λεβ έκρυψε εκεί το άψυχο κουφάρι του δημιουργήματος του αφού έγινε για 2η φορά Θεός αναγκαζόμενος να του αφαιρέσει τη ζωή, όταν αυτό απέκτησε αυθυπαρξία.

Στη συνέχεια θα περπατούσε δίπλα στο ποτάμι. Η υγρασία και η μοναξιά θα τον ανάγκαζαν να σφίξει κι άλλο το φθαρμένο του παλτό. Το κρύο θα διαπερνούσε μέσα από τα υφάσματα του έμπορου πατέρα του και θα κυκλοφορούσε στις φλέβες του. Θα έβηχε και θα του έρχονταν φλέματα στο στόμα. Θα έβγαζε το μαντήλι και θα έφτυνε. Θα κοίταζε το μαντήλι με αγωνία. Πάλι θα έβγαζε αίμα.




Θα περνούσε κάτω από πανύψηλο γοτθικό πύργο
της Παλιάς Πόλης και θα έμπαινε στη, χτισμένη από το 1357, λιθόστρωτη γέφυρα του Καρόλου.

Θα περπατούσε δίπλα στα 30 σιωπηλά αγάλματα – αδριάντες που, μέσα από το αμυδρό φως των φανοστατών, αιώνες τώρα παρακολουθούν με αυστηρό ύφος τους διαβάτες της πόλης και κυρίως τους μοναχικούς.
Τo μυαλό του θα απασχολούσε η τελευταία επιστολή της Φελίτσε, η άρνησή της, η δυσπιστία της, τα διαρκή πισωγυρίσματα, το πείσμα της να μην τον αποδέχεται γι’ αυτό που είναι. Δεν ήταν πλούσιος, ενώ θα μπορούσε. Είχε σπουδάσει νομικά αλλά τον είχε κερδίσει η λογοτεχνία. Αυτό λαχταρούσε να κάνει στη ζωή του. Με γνώμονα τον ελεύθερο χρόνο για συγγραφή είχε διαλέξει τη νέα του δουλειά, η οποία τελείωνε στις 2 κι όχι στις 7 όπως η προηγούμενη. Αλλά η Φελίτσε δεν μπορούσε να το καταλάβει. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί παρά την αρχική θετική διάθεση τελικά δεν μπόρεσε να ασχοληθεί με το συνεταιρισμό που του πρότεινε ο γαμπρός του για τη δημιουργία ενός εργοστασίου αμιάντου. Θα διέσχιζε την μεγάλη πύλη από την άλλη πλευρά της γέφυρας και θα έμπαινε στην οδό Μοστέτσκα στη Μάλα Στράνα, τη συνοικία στην οποία έχει να χτιστεί κτίριο από τον 17ο αιώνα. Θα διέσχιζε το δρόμο με τους χρυσούς θυρεούς και τα μασονικά σύμβολα και καθώς θα ανέβαινε τα σκαλιά για το Κάστρο στο μυαλό του ίσως να σκεφτόταν πως «όλα είναι χαμένα». Ήξερε πως η φυματίωση είχε προδιαγράψει τη δική του μοίρα. Δεν μπορούσε όμως με τίποτα να φανταστεί ότι 12 χρόνια αργότερα οι Γερμανοί θα εισέβαλλαν στην Τσεχοσλοβακία στην πρώτη ουσιαστική πράξη του 2ου Π.Π. κι ενώ τα περιοδικά της εποχής θα δημοσίευαν την είδηση δίπλα σε αποτελέσματα ποδοσφαίρου, ούτε φυσικά αυτή των τριών αγαπημένων του αδερφών στα στρατόπεδα συγκέντρωσης…










Το κείμενο γράφτηκε ακούγοντας το τραγούδι του Α.Μ.
Ο Α.Μ εμπνεύστηκε τους στίχους και τη μουσική ύστερα από τη δική του επίσκεψη στην Πράγα πριν 7 χρόνια. Σε πείσμα της εποχής της επίδειξης και της ματαιοδοξίας επιθυμεί να διατηρήσει την ανωνυμία του.




Τρίτη 1 Ιανουαρίου 2008

ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ ΤΡΕΝΟ ΓΙΑ ΠΟΛΗ







Φέτος η αλλαγή του χρόνου μας βρήκε στην Πράγα. Πέρσι η πρωτοχρονιά 2007 στην Πόλη. Πριν αρχίσω να γράφω για τα φετινά - κι επειδή δεν πρόλαβα να τα αναρτήσω πιο νωρίς- είπα να θυμηθώ λίγα απ' τα περσινά.


Την ημέρα που φεύγουμε έχει πάρα πολύ κρύο. Η μισή Ελλάδα έχει ντυθεί στα άσπρα. Ευτυχώς έχουμε πάρει μαζί μας μάλλινους σκούφους, γάντια και κασκόλ . Καθώς επίσης μια σπανακόπιτα της γιαγιάς και φρούτα. Ο Στέφανος μου τη λέει: Στο ταξίδι με το τρένο πρέπει να τρως ξηρά τροφή, γιατί ποιος να τρέχει στις πενταβρόμικες τουαλέτες. Το τρένο για τη Θεσσαλονίκη ευτυχώς χρόνια τώρα έχει «Γρηγόρη» οπότε τη βγάζουμε όλοι με τοστ και σάντουιτς. Τα βαγόνια έχουν πλημμυρίσει από πολύχρωμα μαντήλια, καπέλα και κοντά παντελονάκια. Είναι γεμάτο προσκόπους! Από πολλά σώματα. «Είμαστε οι Κένταυροι!» μου λέει με περηφάνια ένα πιτσιρίκι δέκα χρονών. Οι δικοί του κατεβαίνουν Λάρισα για να συνεχίσουν στο Πήλιο. Οι πιο πολλοί στην Ημαθία.
Φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη νωρίς το μεσημέρι. Αφήνουμε τα πράγματά μας στα Lockers και προλαβαίνουμε μια μικρή περατζάδα στην παραλία και ένα καφέ σ’ ένα στενό της Τσιμισκή. Το επόμενο τρένο αναχωρεί στις 8.00 και επειδή κανείς μας δεν θέλει να το χάσει γυρνάμε στο σταθμό από τις 7.30. Μισή ώρα νωρίτερα είναι πολύ σπάνιο για μας.
-Στη γραμμή 1 μας λέει μια υπάλληλος.
Στη αποβάθρα 1 δεν υπάρχει τίποτα. Ούτε τρένο, ούτε επιβάτες. «Που πάμε;» αναρωτιέται η Λήδα. «Πως πάμε;» τη συμπληρώνω εγώ.
Το τρένο έρχεται στις 7.45. Μπαίνουμε μέσα. Ούτε εισπράκτορες, ούτε αχθοφόροι, ούτε υπάλληλοι. Βρίσκουμε τη κουκέτα μας μόνοι μας. Και τότε παθαίνουμε το πρώτο σοκ. Η κουκέτα μας μόλις και μετά βίας μας χωράει. Τα σεντόνια είναι άθλια. Τρύπια και βρώμικα. Για μένα δεν είναι πρόβλημα. Έχω κοιμηθεί και σε πολύ χειρότερα μέρη. Αλλά δεν είμαι μόνος. Η Χρύσα πίσω μου αρχίζει και κιτρινίζει. Την βλέπω. Έχει αρχίσει να την πιάνει κλειστοφοβία. «Δεν μπορώ εδώ μέσα. Δεν μπορώ να αναπνεύσω, είναι πολύ στενά.» «Δεν είναι πιο στενά από καμπίνα ιστιοπλοϊκού.» της απαντάω για να την καθησυχάσω. Οι μισές κουκέτες είναι σαν τη δική μας οι άλλες μισές καλύτερες. Έχουν το εξής σύστημα: Οι μισές κουκέτες είναι υπερυψωμένες , ανεβαίνεις δηλαδή δύο σκαλάκια και σε τομή έχουν σχήμα V, έτσι ώστε εκατέρωθεν να χωρούν δύο πιο μικρές καμπίνες και να εναλλάσσονται μια μεγάλη και μια μικρή. Ο Στέφανος και η Λήδα έχουν την V κι εμείς την μικρή που έχουν φυτέψει από κάτω. Πάμε να κλειδώσουμε αλλά δεν κλειδώνει. Και μου το είχαν πει: Πάρτε λουκέτα και σλίπινγκ μπαγκ μαζί σας. Δεν είχα πάρει τίποτα απ’ τα δύο. Παίρνω ότι πολύτιμο έχω και βγαίνουμε έξω. Καθόμαστε στο διάδρομο και γνωριζόμαστε αμέσως με τους γείτονες του υπόλοιπου βαγονιού. Οι μισοί - που σαν κι εμάς - δεν είχαν ξαναταξιδέψει με τρένο έχουν πάθει σοκ. Οι άλλοι μισοί το παίζουν άνετοι. Όλοι κι όλοι είναι μια μαμά με την κόρη της, ένας έμπορος που πηγαινοέρχεται για δουλειές και δυο φοιτήτριες.
Απ’ τα μεγάφωνα ακούμε μια φωνή: Παρακαλείται ο τροφοδότης νερού να προσέλθει στη γραμμή 1!» «Ωραία ούτε νερό έχουμε! Καλά αρχίζουμε» σκέφτομαι. Τσεκάρω τις τουαλέτες. Μια αντρική και μια γυναικεία σε κάθε βαγόνι. Είναι καθαρές αλλά μάλλον επειδή είναι η αρχή.
Μετά από πέντε λεπτά το τρένο αρχίζει να φεύγει. Έτσι, χωρίς ανακοίνωση, χωρίς προειδοποίηση. Η αντίθεση με το τρένο για Θες/νικη τεράστια. Εκείνο είχε ανακοινώσεις σε κάθε σταθμό, πεντακάθαρο και πλήρως αυτοματοποιημένο. Αυτό εδώ από την πρώτη στιγμή φαίνεται καρβουνιάρικο. Κάποια στιγμή αποφασίζει να εμφανιστεί κι ένας εισπράκτορας. Του δίνουμε τα εισιτήρια. Πεθαίνω για ένα καφέ. Τον ρωτάω που είναι το κυλικείο. Στο 1ο βαγόνι μου λέει, , αλλά να τελειώσω πρώτα με τα εισιτήρια». «Γιατί;» «Γιατί εγώ το ανοίγω!»
Περιμένουμε λίγο ακόμα κι ύστερα παίρνουμε την κιθάρα και πάμε στο 1ο βαγόνι. Κυλικείο. Ωραίο αστείο. Ένα βαγόνι με τραπεζάκια και αντικριστά καθίσματα. Έχει μόνο νες και ελληνικό. Παραγγέλνω ένα νες μέτριο. Μου φέρνει ένα ποτήρι με ζεστό νερό και τα φακελάκια με τον καφέ και τη ζάχαρη. Τον χτυπάω μόνος μου, προσπαθώντας να μην το χύσω πάνω μου γιατί κουνάει σαν σε καράβι. Έχει λίγο κρύο. Ο καφές έστω και νερομπλούμι με ζεσταίνει. Ξεκινάμε τις κιθάρες. Παίζουμε χαλαρά, τα γνωστά μας κομμάτια. Οι λιγοστοί πελάτες δεν μας δίνουν σημασία και εμείς δεν παίζουμε δυνατά. Σε λίγο όμως σκάει μύτη μια παρέα με κιθάρες μπουζούκια και κρουστά. Είναι οι «Μανιταρόκ», ένα τριμελές συγκρότημα από τα Γρεβενά που έχουν κλείσει στην Πόλη να παίξουν τρία βράδια σε ένα μπαράκι. Μαζί τους είναι και οι κοπέλες τους και διάφοροι φίλοι, σύνολο δέκα άτομα. Και τέσσερις εμείς το κάναμε πάλι το μπούγιο. Είναι πάρα πολύ καλοί. Επαγγελματίες. Αρχίζουν να παίζουν λαϊκά και πολλά της ιδιαίτερης πατρίδας τους. Απαντάμε με Γερμανό, Σαββόπουλο, Δεληβοριά, Περίδη, Μάλαμα.
Σε λίγο όλο το βαγόνι συμμετέχει. Ακόμα κι ο εισπράκτορας. Την έκπληξη όμως την κάνει μια παρέα παπάδων από την Κρήτη, που πάνε στην Πόλη για να δουν τον Πατριάρχη σε προγραμματισμένο ραντεβού. «Μια χαρά μας έχει μείνει κοπέλια» φωνάζει ο ένας τους ο πιο χοντρός. «Το κρασί και το τραγούδι!» Οι παπάδες ξέρουν όλα τα τραγούδια απ’ έξω. Ζητούν και παραγγελιές. Από τη δεκαετία του ‘60. Δεν τους χαλάμε το χατίρι. Εμένα όμως το μυαλό μου είναι αλλού. Πιάνω κουβέντα με τον πιο γέροντα. Πάνε κάθε χρόνο. Άλλωστε εκεί υπάγονται ως Αυτοκέφαλη Εκκλησία «Αύριο που θα πάτε στον Πατριάρχη να ‘ρθουμε και μεις;» ρωτάω με το γνωστό απύθμενο θράσος μου. «Η συνάντησή μας είναι ιδιωτική και τα ονόματά μας δηλωμένα από καιρό», μου απαντά ευγενικά. «Αλλά αν έρθετε θα δω τι μπορώ να κάνω…αν έχει κάποιο κενό.» Δίνουμε ραντεβού για την επόμενη στις 10.00. Εντωμεταξύ το γλέντι συνεχίζεται αμείωτο. Κάποια στιγμή πετάγεται ο εισπράκτορας και ρωτάει δυνατά: «ποιοι από σας κοιμούνται στο βαγόνι 3;» 3-4 σηκώνουν το χέρι. «Γιατί;» «Γιατί το χάσαμε!» Η μουσική σταματάει απότομα, και έχουμε μείνει όλοι μαλάκες. «Πλάκα κάνω!» σπεύδει να συνεχίσει γελώντας. «Απλά μετά τη Δράμα πιθανόν να αλλάξετε θέσεις γιατί δεν έχει θέρμανση.» Τελικά κατά τη 1 το διαλύουμε. Πέφτουμε για ύπνο. Έξω το φεγγάρι λάμπει πάνω στα χιονισμένα τοπία. Συνεχίζει και κουνάει σαν να έχει φουρτούνα. Ο θόρυβος πάνω στις ράγες με νανουρίζει και τελικά αποκοιμιέμαι. Όχι όμως για πολύ. Κατά τις 3 φτάνουμε στα σύνορα, στο Σουφλί. Με ξυπνάει ένας μπάτσος που παίρνει τα διαβατήρια. Μετά άλλος ένας που τα φέρνει. Ύστερα το ίδιο κι από τη άλλη πλευρά. Και τέλος ένας υπάλληλος που χτυπάει τις καμπίνες , ανοίγει τις πόρτες ρίχνει μια πρόχειρη ματιά μ’ ένα φακό στις κουκέτες και προχωράει στην επόμενη. Αυτός είναι ο τελωνειακός έλεγχος. Μ’ άλλα λόγια μπορώ να περάσω στην Τουρκία ό,τι τραβάει η ψυχή μου. Πάντως όλες αυτές οι διατυπώσεις με κρατάνε άγρυπνο 2 ώρες.
Το πρόγραμμα δρομολογίων έλεγε άφιξη στην Πόλη στις 8.00. Κι εμείς οι αφελείς έχουμε βάλει ξυπνητήρι στις 7.00. Ανοίγω την κουρτίνα. Διασχίζουμε πεδιάδες. Πουθενά ένδειξη αστικής ζωής. Σηκωνόμαστε και πάμε στο κυλικείο για το πρωινό νερομπλούμι. Πλέον όλες οι φάτσες είναι γνωστές, με κάποιους έχουμε συστηθεί. Είναι σαν να ταξιδεύουμε όλοι μαζί. Χτυπάει ένα κινητό. «στην Πόλη το ‘χει στρώσει λένε οι ειδήσεις!»
Τελικά φτάνουμε στον τερματικό σταθμό, τον περίφημο σταθμό του Οριεντ εξπρές, με τρεις ώρες καθυστέρηση. Μας υποδέχεται ένα αδιανόητο κρύο, ένα κρύο που σε εμποδίζει να περπατήσεις 5΄. Κατεβαίνουμε απ’ το σταθμό και πάμε προς τη στάση του τραμ. Το ξενοδοχείο μας είναι δυο στάσεις μακριά, πάνω στον Ιππόδρομο. Κοιτάω πίσω μου το τρένο. Η σκέψη ότι θα ξαναγυρίσω πάλι με τρένο με χαροποιεί. «Με τους ρυθμούς της ζωής μας, τις περιορισμένες άδειες, τα αεροπλάνα και τα ταξίδια – αστραπή το έχουμε πλέον ξεχάσει. Αλλά κάποτε πρέπει να αρχίσουμε να το εκτιμούμε» σκέφτομαι «ότι σ’ένα ταξίδι δεν έχει σημασία μόνο ο προορισμός.»