Τετάρτη 19 Μαρτίου 2008

Πνίγομαι.



Είμαι εδώ μέσα κλεισμένος 3 μέρες. Χωρίς φως, χωρίς ήλιο, χωρίς αέρα. Δεν ξέρω που ακριβώς βρίσκομαι. Είμαι χωμένος βαθιά μέσα στη γη; σε κάποια τρύπα που άνοιξε ένα τυφλοπόντικας; είμαι σε ένα μπουντρούμι μιας απομακρυσμένης φυλακής; σ' ένα θάλαμο απομόνωσης και ψυχολογικών βασανιστηρίων; είμαι στο ψηλότερο σημείο ενός πύργου ή μήπως είμαι απλά στο δωμάτιό μου;

Δεν μπορώ να θυμηθώ. Το μόνο που θυμάμαι αμυδρά είναι ότι πριν από δω είχα πάει για μπάνιο. Δεν θυμάμαι που. Θυμάμαι μόνο ότι είχε πολύ ωραίες γυναίκες με μαγιό και ότι όλοι διασκέδαζαν. Ποτά, κοκτέιλς, καφέδες, τσιγάρα, πούρα,μουσική,ηλιοθεραπεία, σεξ.

Δεν μπορώ να θυμηθώ πως βρέθηκα εδώ. Αν μπήκα μονος μου ή να με έβαλαν.

Δεν πρέπει να σκέφτομαι πολύ. Καταναλώνω ενέργεια. Δεν έχει καθόλου αέρα εδώ και είναι θεοσκότεινα. Μυρίζει κλεισούρα και ο αέρας με πνίγει.

Μέτρησα το χώρο μου. Είναι ένα δωμάτιο. Οι δύο τοίχοι έχουν 5 πόδια μήκος κι άλλοι δυο 6. Δεν ξέρω να πω ποιος είναι καθετος και ποιος οριζόντιος αφού δεν υπάρχει πόρτα. Αλλωστε δεν βλέπω τη τύφλα μου. Έψαξα καλά, ψηλάφισα με τα δάχτυλα μου όλους τους τοίχους, το πάτωμα και το ταβάνι. Αλλά δεν βρήκα τίποτα. Δεν υπάρχει κανένα απόλύτως άνοιγμα, καμία χαραμάδα, καμία πιθανή επικοινωνία με τον έξω κόσμο. Στην αρχή, όταν ξύπνησα εδώ μέσα νόμιζα πως είχα τυφλωθεί. Αλλά μετά τα μάτια μου συνήθισαν στο σκοτάδι και τουλάχιστον τα πόδια μου μπορώ να τα δω. Αλλά όχι παραπέρα.

Ο αέρας όσο πάει και χειροτερεύει. Δεν πρόκειται να κρατήσει για πολύ. Το ξέρω. Αλλιώς θα τα τινάξω από την ασφυξία. Αναπνέω την ίδια μου την αναπνοή. Αλήθεια , ισχυεί αυτό που λένε ότι αν αναπνέεις την ανάσα σου πριν πεθάνεις από το διοοξίδιο του άνθρακα, αρχίζεις και τρελαίνεσαι;

Πνίγομαι! Προσπαθώ να κάνω ευχάριστες σκέψεις αλλά δεν θυμάμαι τίποτα. Γαμώτο! Σαν να μην έχω ζήσει πριν από δω! Αυτά τα όμορφα κορίτσια στην παραλία πότε ήτανε; ήταν χθες ; ή μήπως το προηγούμενο καλοκαίρι; Πνίγομαι μ' ακούτε;; Τι εποχή έχουμε τώρα; Είναι άνοιξη; Είναι χειμώνας; Γιατί από 'δω μέσα δεν καταλαβαίνω τίποτα. Δεν ακούω τίποτα, δεν μυρίζω τίποτα! Και φυσικά δεν έχω καμία ανθρώπινη επαφή.

Πνίγομαι! Δεν πορώ να θυμηθώ καθόλου πόσες μέρες είμαι εδώ μέσα. Δεν πρέπει να είναι πολλές γιατί δεν πεινάω, ίσως να είμαι μόνο από χτες, αλλά αν ήταν έτσι δεν θα θυμόμουν τα προχτεσινά; Και άλλωστε είναι πολλές πάρα πολλές, άπειρες οι ώρες που ξύπνησα εδώ μέσα. Πνίγομαι! Όχι αποκλείεται να είμαι μόνο μια ημέρα. Αλλά τότε τί τρώω; Πως το τρώω; Ποιος με ταϊζει;

Πνίγομαιαι! Είμαι μέσα στο απόλυτο σκοτάδι σ' ένα τυφλό μπουντρούμι και η μνήμη μου με έχει προδώσει. Θυμάμαι αμυδρά ένα πολύ γρήγορο μαύρο αυτοκίνητο. Δεν ξέρω όμως αν ήταν δικό μου ή αν ήθελα να το αγοράσω. Πνίγομαιαιαιαιαιαιαι! ΠΝΙΓΟΜΑΙ! Πνίγομαι... Γιατί διάολε δεν θυμάμαι τίποτα άλλο; Γιατί; Γιατί θυμάμαι μονο όμορφες γυναίκες, αυτοκίνητα και ποτά; Ήθελα να τα αποκτήσω ή τα απέκτησα; Μήπως αυτά μέ έβαλαν εδώ μέσα;

Πνίγομαιαιαι! Ο άρρωστος αέρας μου κόβει την ανάσα! Νιώθω τις φλέβες μου να συσπώνται, την καρδιά μου να παλεύει, το στομάχι μου να σφίγγεται! Θέλω να βγω από δω μέσα! Μ' ακούει κανείς; Πνίγομαι! Δεν αντέχω άλλο! Δεν έχω κάνει τίποτα κακό! Θέλω να αναπνεύσω φρέσκο αέρα. Το διακαιούμαι! Ό,τι κι αν έχω κάνει είμαι άνθρωπος γαμώτο... Άνθρωπος σαν κι εσάς. Σαν όλους.

Δεν πρέπει να σκέφτομαι άλλο. Πρέπει μόνο να επιβιώσω. Πνίγομαι.

Τρίτη 11 Μαρτίου 2008

Το μπουκάλι




Κοίταζα από ψηλά και θαύμαζα τη θέα. Στεκόμουν στη μέση μιας καταπράσινης, χορταριασμένης πλαγιάς και χάζευα τις όχθες της λίμνης που έρχονταν να αγγίξουν τις παρυφές της . Ήταν πολύ ήσυχα. Δεν φύσαγε. Έκανε ζέστη. Η λίμνη πολύ μεγάλη, χανόταν στον οριζοντα και ασυνήθιστα μπλε. Αρυτίδωτη. Γυρω της βουνά κατέβαιναν και την αγκάλιαζαν μέσω παρόμοιων καταπράσινων πλαγιών με αυτή που στεκόμουν. Σιωπή. Δέν άκουγα τίποτα. Μόνο ένα μεγάλο κοπάδι πρόβατα, πέρα στο βάθος, που, με αργά, νωχελικά βήματα πήγαιναν να πιουν νερό στη λίμνη. Αραιά και μακρινά άκουγα καμπανάκια και βελάσματα.


Ένιωθα τα πόδια μου να μην με κρατάνε στη γη. Σαν κάποιος να τα απελευθέρωσε. Σαν να τους είπε "Φύγετε τώρα, είστε ελεύθερα, πάτε όπου θέλετε! Πετάξτε!" Κι άρχισα να πετάω. Δεν ήταν η πρώτη φορά που πέταγα. Το ξέρω. Το έχω ξαναζήσει. Την τελευταία φορά το έκανα τραγούδι. Αλλά αυτή τη φορά δεν ένιωθα την ίδια ελευθερία, παρότι μου την είχαν προσφέρει απλόχερα. Πέταγα ψηλά και απομακρυνόμουν από τον κόσμο. Τα πρόβατα είχαν γίνει κουκίδες. Είχα τόσο ξεχαστεί που με έκπληξη συνειδητοποίησα ότι στο χέρι μου κρατούσα ακόμα το μοσοάδειο πλαστικό μουκάλι με νερό. Ένιωσα ένα ρεύμα από πίσω μου. Γύρισα και είδα ένα μικρό, σε σχήμα μεγάλης μπάλας ποδοσφαίρου, αστεροειδή να έρχεται από πίσω μου. Καταπάνω μου. Με φόρα, με δύναμη, με μένος. Λίγο πριν με χτυπήσει και μετατρέψει και μένα σε αστρική σκόνη έκανα μια ανεπαίσθητη μικρή κίνηση και πρόλαβα να τοποθετήσω όρθιο, χωρίς να πέσει, το πλαστικό μπουκάλι. Αμέσως ο αστεροειδής σταμάτησε. Και τότε ξαναβρέθηκα στην καταπράσινη πλαγιά.


Ξανακοίταξα το τοπίο. Η ίδια γαλήνη. Η ίδια αίσθηση ηρεμίας. Η ίδια ησυχία. Θεέ μου, τί απόλαυση! Επιτέλους. Το βλέμμα μου γύρεψε τα πρόβατα. Δεν τα άκουγα πια. Τα εντόπισα. Ήταν ακριβώς στην ίδια θέση που τα είχα αφήσει. Πολύ παράξενο. Δεν είχε κουνηθεί κανένα! Ούτε ένα! Ξαφνικά -δεν κατάλαβα την αιτία- άρχισαν όλα μαζί να τρέχουν, σαν άλογα κούρσας προς τη λίμνη. Έφτασαν μέσα σ' ένα σύννεφο σκόνης, στις όχθες της κι αντί να σταματήσουν συνέχιζαν να τρέχουν πάνω στο νερό. Πολύ γελοίο θέαμα. Τα σούπερ-πρόβατα! Και τότε καταλάβα. Ήμουν νεκρή κι αυτή ήταν η αιώνια κίνηση μου στο Σύμπαν.

Παρασκευή 7 Μαρτίου 2008

του Αγίου Τριημέρου


΄Οπου και να πήγαινα σήμερα (και πήγα σε πολλά) μια ευχή με ακολουθούσε. Ερχόταν από παντού, την άκουγα παντού, την δεχόμουνα από παντού, την έδινα παντού: "Καλό Τριήμερο! ". Με πολλά πολλά θαυμαστικά.
Οι εργαζόμενοι, οι άνθρωποι του καθημερινού μόχθου, φίλοι και γνωστοί, συγγενείς και συνεργάτες, όλοι λίγο-πολύ, δίνανε την ευχή και έλαμπαν. Μια έκφραση ανακούφισης και απέραντης προσμονής χαράζοταν στα πρόσωπα. Την έλεγαν από το πρωί, ίσως κι από χτες το βράδυ, με πάθος, με νόημα, με ζήλο. "Καλό Τριήμερο! ". "Καλό Τριήμεροο!! ". "Καλό Τριήμεροοοοο!!!!!! ".


Ουτε μια φορά δεν άκουσα "Καλά κούλουμα", ή "άντε καλή Σαρακοστή". Γιατί κανείς δεν ευχήθηκε καλό "Πέταγμα Χαρταετού" ή "Καλά Καλαμαράκια"; Δεν έχει σημασία τί γιορτάζουμε, ποιος γιορτάζει πως το γιορτάζει. Ίσως επειδή το ξέρουμε ήδη. Έχουμε εντρυφήσει κάθε χρόνο στα αφιερώματα και στα αυθόρμητα γλέντια της tv. Έχουμε δει τα πανηγύρια που στήνουν οι Δήμοι, τους χορούς του Ψωμιάδη τα τραγούδια να τα πω; της Θώδη και τους χαρταετούς των πολιτικών. Κάθε χρόνο βλέπουμε και κάνουμε τα ίδια και τα ίδια. Ξέρουμε τι γιορτάζουμε. Ναι. Τελικά ξέρουμε τι γιορτάζουμε.

Η αλήθεια έχει τη μεγαλύτερη άνωση. Έρχεται πάντα στην επιφάνεια. Κανείς δεν γιορτάζει για να φάει καλαμαράκια, χταπόδι και χαλβά. Γιορτάζουμε αυτό που ευχόμαστε: Τη μία ημέρα παραπάνω. Τη μία ημέρα που νιώθουμε ότι την κλέβουμε από τις υποχρεώσεις μας, το άγχος μας, το τρέξιμό μας. Από το μαλάκα αφεντικό, το διεφθαρμένο κράτος, την ανυπόφορη κίνηση στους δρόμους. Τη μία ημέρα που μας κάνει να νιώθουμε εμείς κύριοι του εαυτού μας. Όλη τη χρονιά μας πιέζουν, μας στραγγίζουν, μας στίβουν, μας κυνηγούν. Ε, αυτή την ημέρα όχι! Είναι η ημέρα της υποτιθέμενης εκδίκησης. Γιορτάζουμε την ξεκούρασή μας. Είναι ημέρα του Αγίου Τριημέρου!Χρόνια μας πολλά!