Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2008

ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ ΓΙΑ ΠΑΛΕΝΚΕ (Β΄ ΜΕΡΟΣ)

(καλό είναι να διαβαστεί πρώτα το Α Μέρος)





Είπα του ταξιτζή να με περιμένει. Μπήκα στο πρακτορείο με τη ψυχή στο στόμα. Θα έχει εισιτήρια; Πριν λίγες ώρες είχε μόνο 3. Θα έχουν παραμείνει; Αποκλείεται να μην είχαν εξαντληθεί μετά από τόσες ώρες. Κι αν κάποιος έχει πάρει τη μια από τις 2 θέσεις στη διπλή και αναγκαστούμε να κάτσουμε χώρια; Πως θα ταξιδέψουμε με χωριστές θέσεις μέσα στη νύχτα; Κι αν δεν έχει καθόλου; Τι θα κάνουμε; Θα πρέπει να περιμένουμε μέχρι αύριο το βράδυ; Θα χάσουμε όλη την ημέρα και θα φτάσουμε την μεθεπόμενη το πρωί ή θα πάρουμε αεροπλάνο; Και θα βρούμε θέσεις κι εκεί;
Ζήτησα δυο εισιτήρια με το νυχτερινό για Παλένκε. Η ίδια νεαρή κοπέλα μού χαμογέλασε και γύρισε προς το μέρος μου το μόνιτορ. « Έχει μόνο 2 θέσεις. Τις 2 πίσω-πίσω, δίπλα απ’ τη τουαλέτα». «Οκ, θα τις πάρω» της απάντησα καθώς της χαμογελούσα με ανακούφιση. Έβγαλα 72 δολάρια και πλήρωσα. «Να είστε εδώ το αργότερο στις 8.40» μου είπε με κάποιο τόνο προειδοποίησης Αλλιώς; Αλλιώς τι;
Έξω στο δρόμο ο ταξιτζής, ένας σαραντάρης μαυριδερός συμπαθέστατος Μεξικανός με πλακουτσωτή φάτσα, δεν είχε κουνηθεί.
-«Από πού είσαι αμίγκο;» με ρώτησε στα ισπανικά.
- «Από την Ελλάδα» του απάντησα.
-«Grecia? Nice football!»
Α ρε Ζαγοράκη να ήξερες πως έχεις παραπλανήσει όλο τον πλανήτη! Που έφτασε η χάρη σου! Λίγα χρόνια πριν, στο Μαυρίκιο ή στη Ταϋλάνδη, κανείς δεν ήξερε που πέφτει η Ελλάδα. Και τώρα μας ξέρουν οι πάντες.
- «Είναι τ’ όνειρό μου να πάω στην Ελλάδα» συνέχισε ο ταξιτζής σε σπαστά αγγλικά, προφέροντας τις λέξεις πολύ αργά..Θέλω να μαζέψω λεφτά και να πάρω τη γυναίκα μου να πάμε διακοπές»
Η συζήτηση για το Euro, το ποδόσφαιρο και την Ελλάδα με έκανε να ξεχάσω το άγχος μου. Ευτυχώς δεν είχε κίνηση. Και πώς να είχε άλλωστε, με την τέλεια ρυμοτομία που διαθέτουν αυτές οι μικρες επαρχιακές πόλεις; Φτάσαμε στο ξενοδοχείο πολύ γρήγορα. Και τότε συνειδητοποίησα ότι δεν είχα αφήσει λεφτά στη Χρύσα και δεν είχε να πληρώσει. Λογικά έπρεπε να είναι ακόμα εκεί που την είχα αφήσει. Η ώρα πλησίαζε πλέον 7.30. Είπα του ταξιτζή να με πάει στην κεντρική πλατεία. Πράγματι καθόταν ακόμα εκεί, στο ίδιο τραπεζάκι, διαβάζοντας ένα βιβλίο, αμέριμνη, σίγουρη ότι θα επέστρεφα. Κόσμος πηγαινοερχόταν μπροστά της, εγώ είχα πεθάνει από το άγχος κι αυτή καθόταν και διάβαζε ήσυχα κι ωραία. Έτρεξα να πληρώσω το γεύμα μας και αμέσως επιστροφή στο δωμάτιο. Πλήρωσα 60 πέσος, δηλαδή περίπου 5 ευρώ στο ταξί για όλη τη διαδρομή και ανεβήκαμε τρέχοντας. Μαζέψαμε μέσα σε 15 λεπτά. Σίγουροι ότι μέσα στη βιασύνη μας κάτι είχαμε ξεχάσει τσεκάραμε ότι είχαμε πάρει τουλάχιστον τα απαραίτητα: διαβατήρια, χρήματα, οδηγούς, μηχανές, κινητά, φορτιστές.
Κατεβήκαμε για τσεκ άουτ. Νέο ταξί μας περίμενε στην είσοδο. Είχαμε όμως να ρυθμίσουμε μια τελευταία μικρή λεπτομέρεια. Που θα κοιμόμασταν το επόμενο βράδυ. Ευτυχώς σταθήκαμε τυχεροί. Ήδη από την Ελλάδα είχαμε κάνει κάποια επιλογή σε ξενοδοχεία και στο 2ο κιόλας τηλεφώνημα κλείσαμε. Το El Paraiso στο κέντρο του Σαν Κριστόμπαλ Ντε Λα :Κάζας, κάτω από το ζόκαλο.
Φτάσαμε στο σταθμό ακριβώς στις 8.40.
Δείξαμε τα εισιτήρια στο φύλακα. Ταξιδεύαμε με luxury bus της εταιρείας A.D.O. Αυτό πρακτικά σήμαινε ότι δεν έκανε ενδιάμεσες στάσεις, παρά μόνο μία στη Καμπέτσε με ενσωματωμένη τουαλέτα και καφέ. Ήταν πολύ πιο ακριβό από το κανονικό λεωφορείο και γι’ αυτό το απέφευγαν οι ντόπιοι. Μας οδήγησε στην αίθουσα αναμονής. Στην είσοδο έγραφε V.I.P. Μπαίνοντας στην αίθουσα είδα την έκφραση απογοήτευσης και ανησυχίας στη Χρύσα.
Όλη η αίθουσα ήταν γεμάτη Μεξικάνους. Μικρούς μεγάλους, οικογένειες, ζευγάρια, μόνους. Δεν είχε ούτε ένα ξένο. Η υπάλληλος είχε δίκαιο. Θα ήμασταν οι μόνοι τουρίστες στη διαδρομή! Ένιωσα μια σκιά να μας βαραίνει. Όσο υπάρχουν τουρίστες νιώθεις μια περισσότερη ασφάλεια. Λες: «δεν θα με φάνε ζωντανό» Βολευτήκαμε σε ένα παγκάκι. Κοίταξα τις φάτσες γύρω μου. Άλλες κουρασμένες, άλλες σκεφτικές, άλλες σκυθρωπές. Καμία όμως χαρούμενη, καμία εκδρομική.
Τα λεπτά περνούσαν και όσο πλησίαζε η ώρα αναχώρησης τόσο μεγάλωνε η ανασφάλειά μας. Ένιωθα να με στοιχειώνει η συμβουλή του Lonely Planet: «Μην παίρνετε νυχτερινά λεωφορεία!» Ήταν ανεξήγητο. Καθαρά ψυχολογικό. Σαν να περιμέναμε σε μια αίθουσα αναμονής ενός νοσοκομείου. Τί γυρεύαμε εμείς εκεί ανάμεσα σε ανθρώπους που δεν ξέρουμε; Η αίθουσα είχε σκοτεινιάσει.
Και ξαφνικά, εντελώς αναπάντεχα, πέντε λεπτά πριν τις 9.00 κατέφτασε μέσα σε φωνές και αστεία μια εξαμελής παρέα Ιταλών! Τρία ζευγάρια με σλίπινγκ μπανγκ και ορειβατικούς σάκους. Κοιταχτήκαμε με τη Χρύσα και μόνο που δεν σηκωθήκαμε να τους φιλήσουμε! Τους φάγαμε με τα μάτια προσπαθώντας να καταλάβουμε από πού είναι και που πάνε. Κι ύστερα κι άλλη παρέα Ευρωπαίων κι ύστερα κι άλλη κι άλλη κι άλλη. Όλοι καθυστερημένοι, όλοι τελευταία στιγμή. Σε λίγο η αίθουσα γέμισε από τουρίστες , σχεδόν συνομήλικούς μας. Εν τω μεταξύ ένα λουξ λεωφορείο έφυγε για Καμπέτσε παίρνοντας μαζί του όλους σχεδόν τους Μεξικανούς. Άρα δεν πήγαιναν στο Παλένκε. Λογικό άλλωστε. Τί μπορούσαν να κάνουν όλοι αυτοί σε ένα χωριό, χωρίς καμία υποδομή, στη μέση της ζούγκλας; Ήθελε να επιστρατεύσεις απλή λογική. Κακώς είχα επηρεαστεί. Μείναμε μόνο οι τουρίστες. Λίγα λεπτά αργότερα μια φωνή μας ανακοίνωσε την αναχώρησή μας. Το 80% των επιβατών τελικά ήταν ξένοι. Η κοπέλα στο γκισέ είχε άδικο.
Βολευτήκαμε στις θέσεις μας. Ευτυχώς η τουαλέτα δεν μύριζε. Έβαλα όλα μας τα πολύτιμα στη «μπανάνα» ανάμεσά μας και τυλιχτήκαμε με τα μπουφάν μας. Καλύψαμε τα πόδια με τη μοναδική πετσέτα που είχαμε φέρει από την Ελλάδα. Αρχίσαμε να διασχίζουμε τους ατέλειωτους μονότονους αυτοκινητόδρομους του Μεξικό. Δεν περνούσαμε από χωριά ή πόλεις. Γύρω μας αν ήταν μέρα θα βλέπαμε μόνο απέραντες εκτάσεις από φοινικές και τροπική βλάστηση.
Βγάλαμε τα παπούτσια μας και απολαύσαμε μια ταινία με τον Μόργκαν Φρίμαν και τον Μπομπ Χόσκινς. Στις 12.00 η ταινία τελείωσε και ο οδηγός, του οποίου η θέση για λόγους ασφαλείας απομονωνόταν πλήρως από το χώρο των επιβατών μ’ένα πέτασμα και μια κλειδωμένη πόρτα έτσι ώστε να μην έχει καν οπτική επαφή με μας, έσβησε τα φώτα.
Κοιμηθήκαμε αγκαλιά με το έντονο κούνημα, λόγω τελευταίας θέσης, να μας νανουρίζει. Κάναμε ένα ύπνο ελαφρύ αλλά ξεκουραστικό. Ξυπνήσαμε πέντε ώρες αργότερα από τη φασαρία και το σούσουρο των συνεπιβατών που μάζευαν τα πράγματά τους. Κοίταξα το ρολόι. Ήταν πέντε το πρωί. Ακόμα δεν είχε ξημερώσει. Ήταν νύχτα έξω. Όμως είχαμε φτάσει στο Παλένκε. Έβλεπα τα μικρά ισόγεια σπίτια. Οι ένοικοί τους ακόμα κοιμόνταν. Ήταν σκοτεινά. Ήθελα οπωσδήποτε να κάνω ένα μπάνιο και να πιω ένα δυνατό καφέ. Για το πρώτο έπρεπε να περιμένω μέχρι το βράδυ. Για το δεύτερο ευθύς μόλις κατεβαίναμε θα το φρόντιζα.




Φτάσαμε στο μικροσκοπικό σταθμό του Παλένκε και αποβιβαστήκαμε. Αυτό ήταν! Ούτε ληστείες, ούτε επιθέσεις, ούτε όπλα, ούτε κακοποιοί, ούτε τίποτα! Όλα είχαν πάει κατ’ ευχήν. Βγάλαμε εισιτήρια για το Σαν Κριστόμπαλ το μεσημέρι με το λεωφορείο των 3.
Αφήνοντας τη Χρύσα να προσέχει τα πράγματά μας μέχρι να ανοίξουν τα λόκερς και να τα αποθηκεύσουμε βγήκα έξω απ΄ το σταθμό για να βρω καφέ. Το σκοτάδι δεν έλεγε να σπάσει και η ψύχρα ήταν έντονη. Όλα τα μαγαζιά κλειστά. Και ο αρχαιολογικός χώρος δεν θα άνοιγε πριν τις 8.00. Σ’ένα χωράφι, 2-3 σπίτια πιο κάτω, πρόσεξα κάτι ντόπιους μαζεμένους. Προχώρησα προς τα εκεί. Μια μεσήλικη ινδιάνα είχε ένα τρίκυκλο πάνω στο οποίο είχε βάλει ένα πλαστικό βαρέλι με ζεστό νερό με μια μικρή βρύση στο κάτω μέρος. ‘Εβαζε ένα ποτήρι γέμιζε με ζεστό νερό και ύστερα έδινε χώρια τον καφέ, τη ζάχαρη και τη γάλα σε σκόνη. Αγαλλίασα! Κανονικός παραδοσιακός νεσκαφέ! Τί τύχη! Καφές! Νερομπλουμ, νεροζούμι, αλλά καφές! Έφτιαξα δύο και γύρισα πίσω θριαμβευτής. Η Χρύσα εν τω μεταξύ είχε τακτοποιήσει τις βαλίτσες μας. Βγήκαμε στο δρόμο να απολαύσουμε στα όρθια τον καφέ μας. Άρχιζε να χαράζει. Τα πρώτα bus collectivos έκαναν την εμφάνισή τους. Άθλια, βρώμικα βαν, χωρίς κατ’ ανάγκη πόρτα για τους επιβάτες εξυπηρετούσαν τους ντόπιους κάνοντας στάσεις μόνο στον κεντρικό δρόμο. Ένα τέτοιο με 10 πέσος το άτομο θα παίρναμε και μεις.







Από μακριά τα βουνά είχαν αρχίσει παίρνουν το σχήμα τους μέσα στην πρωινή ομίχλη, νιώθαμε τη ζούγκλα να ξεκινάει ορμητικά προς τα επάνω και ακούγαμε άγνωστα πουλιά να τιτιβίζουν.


Ανυπομονώντας να θαυμάσουμε το πιο ξακουστό παλάτι των Μάγιας χαζεύαμε τους ντόπιους που πήγαιναν στη δουλειά τους. Ζεστός καφές κυκλοφορούσε στο αίμα μας! Μόλις είχαμε ταξιδέψει στην καρδιά μιας άγνωστης ηπείρου με νυχτερινό λεωφορείο. Είχαμε κάνει μια διαδρομή που όλοι συνιστούσαν να μην κάνουμε. Είχαμε ξεπεράσει τις φοβίες και τις προκαταλήψεις μας! Νιώθαμε σαν να είχαμε κάνει ένα άθλο. Όχι, δεν είχαμε πάθει τίποτα. Απολαμβάναμε τον ζεστό καφέ και ήμασταν ζωντανοί. Ολοζώντανοι! Ίσως πιο ζωντανοί από ποτέ.

Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2008

ΣΕΛΙΔΑ 123

Ανταποκρινόμενος στο κάλεσμα της αγαπητής μου Ξανθίππης θα πάρω μέρος στο μπλογκπαίχνιδο διότι μέχρι τώρα μάλλον θα έχετε καταλάβει πόσο μου αρέσουν τα παιχνίδια και δη τα μπλογκοπαίχνιδα.

Λοιπόν: Το κοντινότερο μου βιβλίο είναι επαγγελματικο που μάλλον δεν αφορά κανένα. Το αμέσως επόμενο είναι ο Απειροστικός Λογισμός 3 που το έχω από τη σχολή το οποίο επίσης δεν αφορά κανένα (σοβαρό άνθρωπο τουλάχιστον. Κι εγώ έχω από τότε να το ανοίξω- απλά μ' αρέσει ο τίτλος του). Οπότε με την τρίτη προσπάθεια το 3ο κοντινότερο είναι (τί άλλο;) ο τροπικός του Αιγόκερω, του Α. Μίλερ. Στη σελ 123 διαβάζω:

"Και δεν το ξέρετε γιατί ποτέ σας δε σταθήκατε να σκεφτείτε. Αφήνετε τους ανθρώπους να σας εκμεταλλεύονται. Είσαστε ένας διάσημος ανόητος, ένας ηλίθιος"

Πολύ καλό! Εκτός απ' το διάσημος όλα τ' άλλα μου ταιριάζουν γάντι!

Οδηγίες παιγχιδιού :
1. Πιάσε το βιβλίο που βρίσκεται πιο κοντά σε σένα.
2. Άνοιξε το βιβλίο στη σελίδα 123 (αν το βιβλίο διαθέτει λιγότερες από 123 σελίδες, άφησέ το και πήγαινε στο επόμενο κοντινότερο).
3. Βρες την πέμπτη περίοδο (=από τελεία σε τελεία, αν θυμάσαι) της σελίδας.
4. Ανάρτησε τις επόμενες τρεις περιόδους (δηλ. την έκτη, την έβδομη και την όγδοη).
5. Ζήτα από πέντε ανθρώπους να κάνουν το ίδιο.

Με τη σειρά μου καλώ: Δημήτρη Αθηνάκη, Φιλήμων, Υποκριτή Αναγνώστη, Χρύσα και Φαίδρα Φις.

Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2008

ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ ΓΙΑ ΠΑΛΕΝΚΕ (Α΄ ΜΕΡΟΣ)



Φτάσαμε αργά το βράδυ στη Μερίντα. Δεν θα προλαβαίναμε την ανταπόκριση. Δεν είχαμε όμως ούτε που να μείνουμε. Δεν είχα καταφέρει να κλείσω ξενοδοχείο. Όλα τα ξενοδοχεία του Lonely planet γεμάτα. Κι έτσι βγήκα στη γύρα, σε 2-3 κοντά στην plazza grande. Τζίφος. Ενα μόνο είχε δωμάτια, αλλά ήταν τυφλό ,χαμηλοτάβανο και έπρεπε να περάσεις μέσα από ένα πολύ κλειστοφοβικό αίθριο, παραφορτωμένο με αναρριχώμενα φυτά και δέντρα που δεν μού έδινε καλή αίσθηση.
Σουρούπωνε και ένιωθα τη νύχτα να πλησιάζει απειλητικά. Τί θα κάναμε αν δε βρίσκαμε κανένα δωμάτιο; που θα μέναμε; Άρχισα να τρέχω από ξενοδοχείο σε ξενοδοχείο. Τελικά με την 4η προσπάθεια βρήκα ένα καλό με 120$ στον δεύτερο όροφο. Ήταν κι αυτό τυφλό, με ένα παράθυρο στο διάδρομο, δηλαδή στη Χασιέντα, την εσωτερική αυλή. Ήταν όμως καθαρό και χωρίς κουνούπια.
-Πολύ καλύτερο από την Τσιανγκ Μέι, της είπα για να απαλύνω την έκφραση δυσαρέσκειας του προσώπου της. Εκείνο είχε αίματα στους τοίχους, θυμάσαι;"

Κοιμηθήκαμε αμέσως.

Το επόμενο πρωί ξεκινήσαμε για μια βόλτα στην πόλη. Το λεωφορείο έφευγε στις 9.00 το βράδυ κι είχαμε όλη την ημέρα μπροστά μας.
Η Μερίντα δεν έλεγε τίποτα σαν πόλη. Κι όμως ήταν η πρωτεύουσα της επαρχίας του Γιουκατάν, μιας πλούσιας και κατεξοχήν τουριστικής περιοχής. Είχε κι αυτή την ίδια ρυμοτομία: δρόμοι κομμένοι σαν μπακλαβάς, κτίρια δυόροφα και πολύχρωμα, όλα χωρίς ταμπέλες να κρέμονται αλλά με ζωγραφιστές επιγραφές και στο κέντρο της πόλης η πλατεία, το Ζόκαλο που εδώ το λενε plazza grande ή el centro, με τον καθεδρικό του San Ildefonso και το μάλλον φτωχικό δημαρχείο.
Κανένα τους δεν φανέρωνε κάποια παλιά αίγλη ή αριστοκρατεία όπως της Πουέμπλα.
Το ωραιότερο και πιο σημαντικό απ' όλα φαίνεται πως ήταν το Grand Hotel κι αυτό επειδή το καθαγιασε με την παρουσία του κάποτε ο Φιντέλ.
Ως γνωστός αδιάκριτος προσπαθούσα να ρίξω κλεφτές ματιές μέσα απ΄τα διάπλατα ανοιγμένα παράθυρα στο εσωτερικό των κτιρίων. Ήταν όλα πολύ φτωχικά. Χαμηλούς φωτισμούς, χωρίς έπιπλα, καναπέδες και καρέκλες αλλά, με αιώρες να κρέμονται μέσα στα σαλόνια. Με αυτή την υγρασία τι να τον κάνεις τον καναπέ; Να κολλάς ολόκληρος;
Η υγρασία ήταν πραγματικά αφόρητη. Πρώτη φορά μετά από μια βδομάδα στο Μεξικό την καταλάβαμε εκεί. Στην Playa del Carmen περνούσαμε όλη την ημέρα με το μαγιό πίνοντας μπίρες στην παραλία. Όποτε ζεσταινόμασταν βουτούσαμε στα νερά της Καραϊβικής. Η Μερίντα όμως δεν είναι παραθαλάσσια πόλη. Βρίσκεται στη μέση της τροπικής ζούγκλας της χερσονήσου και μαζεύει όλη την υγρασία της περιοχής. Μόνο μισή ώρα αντέξαμε να περπατάμε. Διάλειμμα για καφέ, ύστερα άλλη μισή ώρα και πάλι δεν παλεύονταν . Αποφασίσαμε να γυρίσουμε πίσω στο ξενοδοχείο και να βγάλουμε την υπόλοιπη μέρα στην πισίνα. Το ρολόι έδειχνε περασμένες 12.
Όσο παιρνούσε η ώρα η Χρύσα, που χαμένη με τις ώρες στην πισίνα πλατσούριζε παρέα μ’ ένα 12χρονο μιγαδάκι άρχιζε να μουρμουράει: "Είμαστε σίγουροι γι αυτό που πάμε να κάνουμε; Αφού λένε πως είναι επικίνδυνο. Άλλωστε δεν έχουμε δει όλα τα αρχαία του Γιουκατάν. Μόνος σου το είπες!"
Δεν ήθελα να ακούσω κουβέντα. Δεν υπήρχε περίπτωση να πήγαινα στο Μεξικό και να μην πήγαινα στην περίφημη επαρχία των Τσιάπας.
Δεν της έδωσα σημασία και κανόνισα να έρθει να μας πάρει ένα ταξί για τον τερματικό σταθμό λεωφορείων, το μόνο μέρος που μπορούσες να αγοράσεις εισητήριο.
- Δεν γίνεται τουλάχιστον να πάμε με αεροπλάνο;

Δεν υπηρχε άλλος τρόπος. Με αεροπλάνο έπρεπε να γυρνούσαμε πίσω στο Κανκούν, 4 ώρες δρόμος και μετά στο Μέξικο σίτι, μιας και δεν υπήρχε απ'ευθείας πτήση για την Τούξτλα Γκουτιέρεζ, την διοικητική πρωτεύουσα της επαρχίας των Τσιάπας και κοντινότερο αεροδρόμιο στον προορισμό μας: το θρυλικό San Cristobal de la Casas, την ιστορική πρωτεύουσα των Τσιαπατίστας. Θα χάναμε όλη την αυριανή ημέρα Με το λεωφορείο έπρεπε να πάρεις το νυχτερινό, να ταξιδεύεις όλο το βράδυ και το πρωί να έφτανες στο Παλένκε. Εκεί θα επισκεπτόμασταν τον αρχαιολογικό χώρο, ίσως την πιο όμορφη πρωτεύουσα των Μάγιας, με τη διάσημη πυκνή τροπική βλάστηση κι ύστερα με άλλο λεωφορείο κι 6 ώρες διαδρομή στα βουνά να συνεχίζαμε για το Σαν Κριστόμπαλ.

Αυτό το σχέδιο συζητούσαμε περιμένοντας τη σειρά μας στο εκδοτήριο. Η Χρύσα όμως επέμενε. Φοβόταν το νυχτερινό ταξίδι.
-"Είστε τυχεροί. Εχουν μείνει μόνο 3 θέσεις. 2 μαζί και μία μονη της", μας είπε η κοπέλα στο γκισέ γυρνώντας ταυτόχρονα το μόνιτορ προς τα εμάς και δείχνοντας στην κάτοψη του λεωφορείου τις κενές θέσεις που ήταν σημειωμένες με πράσινους κύκλους.
- "Να ρωτήσω κάτι;" άκουσα τη Χρύσα να ρωτάει στα ισπανικά. "Υπάρχει κανένας άλλος τουρίστας στο λεωφορείο εκτός από μας;"
-"Μισό λεπτό να δω", της απάντησε και έψαξε στο αρχείο για να τσεκάρει ονόματα. "Μάλλον όχι", αν καταλαβαίνω καλά.
Αυτό ήταν. Πείσμωσε.
-"Δεν μπαίνω σ' ένα βραδινό λεωφορείο που δεν υπάρχει κανένας ξένος!Γιατί δεν πάνε άλλοι τουρίστες;Όχι θα μείνουμε εδώ και θα γυρίσουμε πίσω στην Κάρμεν για μπάνια."

Μάταια προσπάθησα να την μεταπείσω. Δεν είχε κι άδικο. Ο Lonely planet το έλεγε ξεκάθαρα: "Μην παίρνετε νυχτερινά λεωφορεία. Έχουν αναφερθεί πολλές φορές ληστείες και λεωφοροπειρατίες από ένοπλους. Συμμορίες στήνουν ενέδρες στους αχανείς έρημους αυτοκινητόδρομους του Γιουκατάν, έξω απ 'τη Μερίντα και την Καμπέτσε, εισβάλουν στο λεωφορείο και με την απειλή των όπλων ξαφρίζουν τους επιβάτες."
Ξαφνικά την είδα που είχε δακρύσει. "Μην πάμε, σε παρακαλώ..."

Τότε συνειδητοποίησα το λάθος μου. Ήμασταν διακοπές, μόνοι μας, οι δυο μας σε μια άγνωστη χώρα. Εμείς κανονίζαμε το πρόγραμμά μας. Δεν είχαμε να δώσουμε λόγο σε κανέναν. Κάναμε ό,τι θέλαμε. Αυτό σημαίνει διακοπές. Με το ζόρι δεν είναι διακοπές. Ήδη μας είχαν κλέψει μια φορά. Και επιπλέον είχαμε την εμπειρία από την επιστροφή μας από την Τεοτιχουακάν όπου μέρα μεσημέρι μας σταμάτησε η αστυνομία και έψαξε τους άντρες επιβάτες για όπλα δεν είχε κανένα άδικο. Ανσε σταματάει η Αστυνομία μέρα μεσημέρι για λίγο πιο έξω απ' την πρωτεύουσα για έλεγχο όπλων τότε τί γινεται στην πιο παόμακρη επαρχία της χώρας που βρισκομασταν εμείς; Κι αν στο κάτω - κάτω είχε μια προαίσθηση; Γιατί έπρεπε να το τραβήξω στα άκρα; Ίσως το ρίσκο να ήταν πολύ μεγάλο τελικά και να μην άξιζε τον κόπο.

Ακύρωσα τα εισιτήρια και βγήκαμε από το σταθμό. Αποφασίσαμε να γυρίσουμε με τα πόδια στο κέντρο της πόλης και να πάμε κάπου να φάμε και να καταστρώσουμε τα νέα μας πλάνα.
Και τότε μας έπιασε μια πολύ δυνατή μπόρα. Είχε 3 μέρες να βρέξει απόγευμα. Συνήθως έβρεχε νωρίς το πρωί. Μας έπιασε απροετοίμαστους, με τα κοντομάνικα και τα σορτς. Αρχίσαμε να τρέχουμε μέσα στα φτωχά σοκάκια της Μερίντα, από υπόστεγο σε υπόστεγο, προσπαθώντας να αποφύγουμε τους μικρούς χειμάρρους που πρόλαβαν να σχηματιστούν. Δεδομένου ότι δεν έχουν μπαλκόνια, τα υπόστεγα είναι λίγο σπάνια. Γίναμε μούσκεμα. Ύστερα από 2ο λεπτά που σταμάτησε στάζαμε από πάνω ως κάτω. Αλλά δεν κρυώναμε, έκανε ζέστη . Ήταν μια μάλλον μελαγχολική μπόρα σε μια σίγουρα μελαγχολική πόλη.
Πήγαμε στο ξενοδοχείο, αλλάξαμε και ακυρώσαμε το τσεκ άουτ που είχαμε στις 2.οο και δηλώσαμε στη ρεσεψιόν ότι θα μέναμε μια ακόμα ημέρα. Κάτσαμε για φαγητό στην πλατεία και βγάλαμε έξω χάρτες και οδηγούς. Είχαμε δει πλέον σημαντικές πόλεις των Μάγιας αλλά όχι της Ουξκαλ και της Ξλαπάκ. Βέβαια αυτό δεν είχε νόημα. Η περιοχή είναι γεμάτη οικισμούς και μνημεία που δεν προλαβαίνεις να τα δεις όλα ούτε σ' ένα μήνα. Είναι σαν να πας στην Ελλάδα για 2 βδομάδες. Μπορεί να προλάβεις να δεις το Μαραθώνα, τους Δελφούς ή την Ολυμπία, αλλά δεν θα προλάβεις την Κνωσό, τη Δήλο, την Κω, τη Δωδώνη, τη Βεργίνα. Εκτός αν είσαι σε εκδρομή με κάποια αρχαιολογική σχολή.
Επιπλέον είχαμε τον υγροβιότοπο του ποταμού Σελεστούν με τα χιλιάδες Φλαμίνγκο, ενώ μπορούσαμε να πάμε σ' εκείνο το νησάκι, το Ίσλα Χόλπμοξ, με τους φαλαινοκαρχαρίες και να κολυμπήσουμε μαζί τους. Τέλος υπήρχε πάντα και το ίσλα Μουχέρες που φαινόταν να έχει ωραίες παραλίες και λίγο τουρισμό και φυσικά το Κοζουμέλ, το νησί με τους ωραιότερους ύφαλους του κόσμου σύμφωνα με τον Κουστό.
- Δεν σε καταλαβαίνω, τη ρώτησα καθώς μας σέρβιραν μπουρίτος. Φοβάσαι το λεωφορείο και δεν φοβάσαι να κολυμπήσεις με το φαλαινοκαρχαρία μήκους 30 μέτρων;
- Είναι ακίνδυνος. Τρώει μόνο πλαγκτό. Έχει μεριμνήσει η φύση για αυτό.
- Εγώ προσωπικά μόνο που θα σκέφτομαι ότι μαζί με μένα κολυμπά κάπου από κάτω μου ένα κήτος 30 μέτρων, παθαίνω ένα μικρό εγκεφαλικό.

Μείναμε για λίγο αμίλητοι τρώγοντας άλλο ένα καταπληκτικό γεύμα.
Ένιωθα ότι οι εναλλακτικές ήταν πολύ φτωχές. Χάναμε πλέον την περιπέτεια και το άγνωστο, το μυστήριο και ξαναγυρνούσαμε εκεί που ήμασταν 7 μέρες τώρα. Αυτή η βροχή ήταν καταληκτική. Σαν να υποδήλωνε ότι "Ό,τι είχες να δεις το είδες. Από δω και στο εξής θα βρέχει κάθε μέρα την ίδια ώρα." Είχα την αίσθηση ότι πήγαινα κάθε χρόνο διακοπές στο Γιουκατάν.

-Ξέρεις κάτι, μου είπε ξαφνικά σαν να διάβαζε τη σκέψη μου: Έχεις δίκιο. Πάμε. Πάμε στο Παλένκε!
Κοίταξα το ρολόι μου. Η ώρα ήταν 6.30. Έπρεπε να πάω να βγάλω εισιτήρια, να γυρίσω στο ξενοδοχείο, να μαζέψουμε τα πράγματα και να κάνουμε τσεκ άουτ. Ίσα που προλαβαίνουμε. Σηκώθηκα και τρέχοντας κατευθύνθηκα προς το δρόμο, αφήνοντάς την να πληρώσει και να γυρίσει μόνη στο ξενοδοχείο. Σταμάτησα το πρώτο ταξί.


ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2008

Δ. ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ - Θ. ΠΑΠΑΚΩΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΜΙΑ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΔΙΚΑΙΩΣΕ ΤΙΣ ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ ΜΑΣ

Είναι πολλές οι φορές που μια καλλιτεχνική παράσταση γίνεται μια καλή αφορμή για να σε κάνει νιώσεις λίγο ψηλότερα, λίγο πιο ευτυχισμένος, λίγο πιο τυχερός. Μια παράσταση που σε παίρνει από το χέρι, σε τυλίγει μ' ένα πέπλο μαγείας, ονείρου και φαντασίας και που σου ανοίγει έναν κόσμο διαφορετικό από αυτό που ζεις στην καθημερινότητά σου. Έναν κόσμο ποιητικό, έναν κόσμο ευγενικό, έναν κόσμο προβληματισμένο.
Τον τελευταίο καιρό ύστερα από τη σήψη που κυριαρχεί στην πολιτική ζωή, όπου- απ' ό,τι καταλαβαίνω με το φτωχό μου μυαλό -μια σπείρα εκβιαστών, δολοπλόκων και διεφθαρμένων πολιτικών, δημοσιογράφων και εκδοτών κυβερνούν αυτή τη χώρα, ένα συλλογικό αίσθημα μελαγχολίας μ' έχει κατακλείσει από παντού. Ακούω γύρω μου ανθρώπους που αγαπώ να μου λένε πως δεν είναι καλά. Χωρίς προφανή λόγο. Απλά δεν είναι καλά. Νιώθω μια απογοήτευση, μια αίσθηση προδοσίας, μια μαυρίλα να πλανάται πάνω από την πόλη σαν μια σκιά ενός απειλητικού τέρατος.
Ίσως να είναι αυτή η διάχυτη απογοήτευση της αποτυχίας της πολιτικής ζωής. Που μας κάνει να νιώθουμε μικροί και ασήμαντοι απέναντι σε συμφέροντα, κεφάλαια, μίζες, περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Ίσως πάλι, να φταίει αυτός ο παλιοχειμώνας που, παραπαίοντας, λίγο πριν τελειώσει μας βγάζει τη ψυχή. Δεν ξέρω.
Αυτό που ξέρω είναι ότι περίμενα πως και πως τη συναυλία Σαββόπουλου- Παπακωσταντίνου για να σπάσει αυτή η μαυρίλα μέσα μου και γύρω μου. Είχα επενδύσει πολλά. Και δυστυχώς δε πήρα πίσω τίποτα.
Καταρχήν, η συναυλία ξεκινάει με τους δύο τραγουδοποιούς επάνω στη σκηνή να ερμηνεύουν τα τραγούδια από τον καινούριο δίσκο του Θανάση στον οποίο τραγουδά ο Σαββόπουλος. Η ωρα είναι 10.30. Πολλοί πελάτες δεν έχουν έρθει ακόμα, άλλοι πηγαινοέρχονται, τα γκαρσόνια παίρνουν παραγγελίες, άλλα ήδη σερβίρουν. Επικρατεί ένα σούσουρο. Κι όμως οι καλλιτέχνες αυτή την ώρα συστήνουν μονοκοπανιάς όλο (!) τον καινούριο τους δίσκο. Που φυσικά ελάχιστοι είναι σε θέση να προσέξουν.
Καθώς προχωράει το πρόγραμμα διαπιστώνεις ότι τα τραπέζια είναι πάρα πολύ στενά, η πλάτη της καρέκλας σου σκουντάει με αυτή του από πίσω κι ότι δεν μπορείς να κάνεις βήμα.
Χωροδιάταξη που θυμίζει ευθέως λογική μπουζουκλερί. Και μάλιστα βηταδούρα.
Στη συνέχεια ο Νιόνιος αποχωρεί και ο Θανάσης μένει μόνος στη σκηνή. Γύρω του ένα ασφυκτικά γεμάτο νυχτερινό μαγαζί, όπου κάθε κεφάλι κοστίζει 45 ευρώ . Συνεσταλμένος και χαμηλών τόνων όπως είναι, μοιάζει σαν να τον έχουν κάνει με το ζόρι πρωταγωνιστή σε μια υπερπαραγωγή που ακόμα δεν έχει ξεκινήσει. Τραουδάει αρκετή ώρα, πολλά από τα γνωστά του τραγούδια. Ύστερα διάλειμμα. Στο 2ο μέρος ο Κιουρτζόγλου ο αφανής μαέστρος της ολιγομελούς μπάντας βγαίνει και "τζαμάρει" με τον κρουστό (μια φοβερή μορφή που παραπέμπει σε ινδό Σιχ). Κατόπιν εμφανίζεται ο Νιόνιος μόνος του τραγουδώντας τη θανάσιμη μοναξιά του Αλέξη Ασλάνογλου και το Κιλελέρ! Ομολογουμένως δύσκολα τραγούδια. Το πρόγραμμα συνεχίζει ο Σαββόπουλος μέχρι που λίγο πριν το τέλος βγαίνει κι ο Παπακωσταντίνου και κλείνουν μαζί και θριαμβευτ ικά με τα τελευαταία 5-6 τραγούδια.
Έκανα την μικρή αυτή περιγραφή για να ασχοληθώ με την ησυχία μου με την ουσία :
1) Το πρόγραμμα έχει επίκεντρο τον Σαββόπουλο. Λογικό. Αυτός είναι ο Πατριάρχης (όπως τον εκφωνεί ο Θανάσης). Θα περίμενε κανείς ότι δυο μουσικοί-τραγουδοποιοί με τόση βακχική αντίληψη της μουσικής να αναπτύξουν διάλογο επάνω στη σκηνή, να ενώσουν τις μουσικές τους, να συνδιαλαγούν. Όχι να αναπτύσσονται 2 παράλληλοι μονόλογοι: "Εγώ τραγουδώ στο 1ο μισό, εσύ στο 2ο και ραντεβού 5 τραγούδια πριν το τέλος για να κάνουμε ένα καλό κλείσμο". Αυτό κατά τη γνώμη μου δεν λέγεται συνεργασία. Λέγεται συνύπαρξη, λέγεται φιλοξενεία, αλλά όχι σύμπραξη δυο μουσικών. Αυτό ήταν το κομβικό σημείο. Εδώ περιμέναμε να ακούσουμε θαύματα, ενορχηστρώσεις, παρεμβάσεις, επιρροές του ενός στον άλλο. Προσωπικά δεν άκουσα τίποτα. Κι εδώ χάθηκε καταρχήν η μαγεία. Άσε που τελειώσανε λίγο πριν τις 2.00 και μείναμε μπουκάλα Σάββατο βράδυ.
2)Οι μουσικοί υπηρετούν τη μουσική του Σαββόπουλου. Και το καταφέρνουν πολύ καλά. Σε καμία περίπτωση όμως δεν καταφέρνουν να δημιουργήσουν την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα των τραγουδιών του Παπακωσταντίνου; Αλήθεια που είναι τα πνευστά; Που είναι η 2η γυναικεία φωνή; Που είναι όλα τα Βασικά χαρακτηριστικά τους; Ίσως σ΄αυτό, για να μην είμαι εντελώς άδικος, να φταίει και ο χώρος: μεγάλος, κρύος, με τους κλασσικούς αεραγωγούς να τον διασχίζουν, δεν δημιουργεί ατμόσφαιρα. Μόνο ευχάριστο: τα ωραία γκράφιτι, που θέλανε να δώσουν την αίσθηση του δρόμου.
3)Γιατί ξεπετάνε έτσι τα νέα τους τραγούδια; Δεν τους ενδιαφέρει η νέα τους παραγωγή; Ή μήπως είναι σίγουροι ότι και αυτά θα αγαπηθούν όπως τα προηγούμενα και δεν τους νοιάζει ποιος και πως τα ακούει;
4) Ο Σαββόπουλος ξεκινάει με 2 έντονα πολιτικοποιημένα τραγούδια που σπάνια λέει ζωντανά. Και προς τιμήν του.Σε κάποια στιγμή ο Παπακωσταντίνου τελειώνοντας πετάει ένα: "άντε γαμήσου χαφιέ!". Πού τα λέει αυτά; Έχει πάρει χαμπάρι ότι το μαγαζί στο οποίο τραγουδάει είναι απαράδεκτο; Ότι μας στοιβάζει σαν τα ζώα για να "βγάλει" κάτι παραπάνω, εξευτιλίζοντας κάθε έννοια ανθρωπιάς, παροχής υπηρεσιών, εξυπηρέτησης και σεβασμού απέναντι στο πελάτη. Ε, ΒΑΡΕΘΗΚΑ ΠΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΚΩΛΟΥ! ΤΗΝ ΒΑΡΕΘΗΚΑ! ΟΠΟΙΟΣ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΠΟΥΛΗΣΕΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΑΣ ΞΕΚΙΝΗΣΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΙΔΙΟ ΤΟΥ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ. ΚΟΨΕ ΤΙΣ ΘΕΣΕΙΣ ΚΥΡΙΕ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΕ ΝΑ ΚΑΘΟΜΑΣΤΕ ΣΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟΙ, ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΑ ΟΠΟΙΟ ΚΙΛΕΛΕΡ ΘΕΣ. ΒΓΕΣ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΚΑΙ ΚΑΝΕ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΟΥ! ΤΖΑΜΠΑ ΜΑΓΚΕΣ ΧΟΡΤΑΣΑΜΕ.
Ειδικά αν το συγκεκριμένο σχήμα ή κάποιος από τους τραγουδοποιούς παίρνει ποσοστά από τα έσοδα θα έπρεπε να το είχε ήδη κάνει.
Αλλιώς τραγουδήστε το "Μία η Άνοιξη" και μη μιλάτε καθόλου.
Να σημειώσω εδώ ότι στην παρέα μας ήταν η Τ., η ιδιοκτήτρια του θεάτρου Χώρα, η οποία με νοσταλγία θυμόταν τότε που ο Παπακωσταντίνου τραγουδούσε στο δικό της χώρο, που της είχε πει ότι "εγώ δεν θα τραγουδήσω ποτέ σε μαγαζί με ουίσκι". Η αλήθεια είναι ότι για όσους τυχερούς είχαμε πάει στο Χώρα , πριν 4-5 χρόνια, η αλλαγή αυτή στάσης είναι τρομακτικά μεγάλη και άσχημος οιωνός .
5) Τί ανάγκη έχει ο Κιουρτζόγλου να βγει και να τζαμάρει; Για να κάνει επίδειξη ότι ξέρει μουσική; Το ξέρουμε όλοι πόσο καλός είναι. Μουσική όμως δεν είναι μόνο επίδειξη. Ας το καταλάβουν αυτό εδώ στην Ελλάδα οι επίγονοι του Χατζηδάκι. Και στο φινάλε δεν πλήρωσα 100€ για να παρακολουθώ κανέναν Κιουρτζόγλου να κάνει ένα εντελώς αναμενόμενο τζαμάρισμα, ούτε καν για 3 λεπτά.
6)Η αντιμετώπιση από τους υπεύθυνους του χώρου προς τους πελάτες ήταν απαράδεκτη. Φίλος σε διπλανό τραπέζι παρήγγειλε μπουκάλι ουίσκι στις 1.30, χωρις να τον προειδοποιήσουν ότι στις 2.00 το πρόγραμμα τελειώνει. Αποτέλεσμα;Ακόμα κλαίει η παρέα του τα 160€ . Αλλο παράδειγμα: Είχα δώσει το αυτοκίνητό μου στο πάρκινγκ. Όταν βγήκα με περίμενε κλήση για παράνομο παρκάρισμα!!!!!!!!!Είδα κι επαθα, ύστερα από 1 ώρα, για να πάρω τα λεφτά της κλήσης (και αυτά τα μισά μόνο!) κι αφού άδειασε πρώτα όλο το μαγαζί.

Συμπέρασμα: Αν ήθελα λογική και αισθητική μαγαζιού μπουζουκιών θα πήγαινα στα ορίτζιναλ μπουζούκια. Εκεί θα έδινα τα ίδια λεφτά, θα έβλεπα και κανένα μπουτάκι και θα έμενα μέχρι το πρωί.

Συνεχίζω να πιστεύω ότι ο Θ. Παπακωσταντίνου είναι ο καλύτερος μουσικός της δεκατείας και ο Σαββόπουλος το ιερό τέρας. Απλά ύστερα από το Σάββατο το βράδυ θα κλείσω πάλι τα αφτιά μου και θα γυρίσω εκεί που ανήκω. Θα ξαναμείνω πάλι μόνος. Γιατί δεν θέλω να δω το γαμημένο dvd!