Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2007

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΜΕ ΤΟ ΔΗΜΗΤΡΟΥΛΑ

Το ferry boat «Δημητρούλα» έφυγε από την Αιγιάλη, με μισή ώρα καθυστέρηση, στις εφτάμιση το απόγευμα. Η ώρα τώρα είναι δύο το πρωί. Μέχρι στιγμής έχουμε περάσει από Δονούσα, Νάξο και Πάρο. Είναι γεμάτο κόσμο. Παντού κόσμος. Αν είχε χερούλια θα είχε και όρθιους. Σαν τα τρόλλευ. Κι όλοι κυρίως νέοι. Ζευγάρια, δυο - τρεις φίλοι ή, όπως εμείς, πιο μεγάλες παρέες. Ελάχιστες οικογένειες και μικρά παιδιά. Ευτυχώς, γιατί το συγκεκριμένο πλοίο έχει μια κακή φήμη σχετικά με την ταχύτητα και το ικανό της πλεύσης του που μάλλον θα την επιβεβαιώσει και σήμερα. Γύρω μου όλοι έχουν ξαπλώσει στα άσπρα παγκάκια. Σε όλο το πλοίο, όλοι έστρωσαν τα στρωματάκια και τα sleeping bang τους προσπαθώντας να κοιμηθούν. Πολλοί φαίνεται πως τα καταφέρνουν. Είμαι στο τελευταίο κατάστρωμα.

Ευτυχώς βρήκα ένα κενό ανάμεσα στους ξαπλωμένους και έκατσα. Φυσάει πάρα πολύ. Όχι όμως τόσο όσο στη βορεινή πλευρά. Εδώ μας προστατεύει η μπλε τσίγκινη στέγη, με τα μακρουλά άσπρα φώτα των δύο λαμπών. Κι όμως στη βορινή πλευρά υπάρχουν κάποιοι που κοιμούνται! Πέρασα μια βόλτα και τους είδα. Άλλοι διπλωμένοι κάτω από τις σωσίβιες λέμβους για προστασία, άλλοι σε παγκάκια. Όλοι τυλιγμένοι με σλίπινγκ μπαγκ ή πετσέτες μπάνιου. Πως αντέχουν; Πάντα αναρωτιόμουν πως αντέχουν αυτοί οι άνθρωποι; Και ποιοι είναι αυτοί που αψηφούν τόσο προκλητικά το κρύο και τον υγρό θαλασσινό αέρα; Να όμως που ανάμεσά τους κοιμάται κι ο Βασίλης . Είναι φίλος της Νικόλ και της Ευτυχίας.
- Όλοι μου οι φίλοι έχουν πεθάνει, μου είπε πριν δυο βράδια στο «Q», λίγο πριν ξημερώσει κι ενώ ο Dj συνέχιζε να βάζει ρεμίξ Μιλόνγκες.
- Από τι; Επιδημία; Τον ρώτησα με το μόνιμο περιπαιχτικό μου ύφος που μέχρι τώρα με έχει μπλέξει σε αρκετούς καβγάδες μαλώματα και παρεξηγήσεις, κατεβάζοντας μια ακόμα τεκίλα.
- Όχι, μου απάντησε εκείνος σοβαρά πίνοντας μια γουλιά από τη βότκα του. Από την πρέζα. Αυτή ήταν ο λόγος που σταμάτησα να παίζω μουσική. Γιατί αλλιώς θα πέθαινα κι εγώ.
Με ψάρωσε πολύ χοντρά. Γύρισα και τον κοίταξα. Ήταν σαρανταπέντε χρονών με μακριά ψαρά μαλλιά πιασμένα πάντα κότσο, μεγάλη κοιλιά και με ένα διαρκώς απλανές βλέμμα.
- Τώρα δεν βγάζω πια λεφτά από τη μουσική. Έκανε μια μικρή παύση σαν να ντρεπότανε γι αυτό και συνέχισε:
- Μια φορά είχα πάει και σε σκυλάδικο... Στο μήνα επάνω δεν άντεξα κι έφυγα. Παρόλο που τα λεφτά ήταν πάρα πολύ καλά...
Ο Βασίλης τώρα κοιμάται. Παρά το φοβερό αέρα κοιμάται. Υποθέτω πως όταν όλοι σου οι φίλοι είναι νεκροί επιδιώκεις να κοιμάσαι με αέρα. Διαλύει κάθε είδους φάντασμα. Ο Βασίλης, άμα σε δει από μακριά θα σε χαιρετήσει πρώτος κι αμέσως! Κι ας μη σε ξέρει καλά. Θα κουνήσει το χέρι του και θα σου χαμογελάσει γλυκά. Αλλά δεν θα σου πιάσει πρώτος κουβέντα. Περιμένει πάντα από σένα την επόμενη κίνηση, την απάντηση. Αν δεν του μιλήσεις μπορεί να κάθεται αμίλητος με τις ώρες στο Q πίνοντας τη βότκα του καπνίζοντας και ακούγοντας τη μουσική του. Πάντα με αυτό το απλανές βλέμμα. Πάντα με αυτό το αδιόρατο χαμόγελο. Αλλά αν του μιλήσεις όμως σου ανοίγει την καρδιά του. Ξεκινήσαμε να μιλάμε για μουσική. Δεν ξέρω πως ήρθε η κουβέντα. Από κάποιο τραγούδι; Από κάποιο περίεργο ακόρντο; Δεν θυμάμαι και δεν έχει και νόημα. Κι αλήθεια τί μπορεί να έχει νόημα όταν όλοι σου οι φίλοι είναι νεκροί; Όταν έχεις επιλέξει να μην έχεις οικογένεια και ξάφνου στα σαρανταπέντε σου μένεις εντελώς μόνος στον κόσμο; Χωρίς ένα δικό σου άνθρωπο; Τί σημαίνει να έχεις παρελθόν και να μην μπορείς να το μοιραστείς με κανένα; Το έχεις όντως; Το έχεις ζήσει; Μόνο κάποιες φωτογραφίες μένουν να το πιστοποιούν, όπως αυτή που μου έδειξε χθες το βράδυ από το παλιό του συγκρότημα. Με τον ίδιο είκοσι χρόνια νεότερο, τριάντα κιλά ελαφρύτερο κι ακόμα ζωντανό.

Στο απέναντι παγκάκι έχει ξαπλώσει μια κοπέλα. Είναι ακριβώς μπροστά μου. Στα δυο μέτρα. Έχει τυλιχτεί ολόκληρη με το σλίπινγκ μπαγκ και τα μαλλιά της τα έχει πιάσει μ’ ένα φουλάρι με τέτοιο τρόπο ώστε να φαίνονται μόνο τα χείλη της. Λεπτά, κόκκινα, μακριά χείλη. Σ’ ένα λεπτό πρόσωπο, με λεπτά ζυγωματικά κι ένα λεπτό πιγούνι. Δεν βλέπω τα μάτια της, δεν βλέπω τα μαλλιά της, δεν βλέπω τη μύτη της. Παρά μόνο τα χείλη της. Μου φαίνονται τόσο γλυκά. Μου βγάζουν μια ηρεμία την ώρα που κοιμούνται. Μια γαλήνη. Δεν θα ήταν ωραίο σε μια κοινωνία αντί να χαιρετάς δια χειραψίας ή με το τυπικό ψεύτικο φιλί στο μάγουλο να χαιρετάς μ’ ένα φιλί στα χείλη;

Φεύγοντας από την Αιγιάλη αφήσαμε πίσω μας την Νικόλ, με το καρέ ξανθό μαλλί κομμένο κατηφορικά να ακολουθεί τη γραμμή του σαγονιού της και σαν κουρτίνα να μην αφήνει να φανεί το πανέμορφο πρόσωπό της και την Ευτυχία που από το χειμώνα θα παίζει μουσική στον Εν Λευκώ. Ο αποχωρισμός τους θα μπορούσε να ήταν ένα βαθύ φιλί. Μια αναπάντεχη συνάντηση με κάποια που έχεις καιρό να δεις ένα σβουριχτό φιλί και μια καλημέρα ένα θερμό φιλί. Κανονικά έτσι θα έπρεπε. Τους φίλους- αν είσαι γυναίκα - και τις φίλες - αν είσαι άντρας - κι όσους από τους άγνωστους σε προδιαθέτουν θα έπρεπε να τους χαιρετάς μ’ ένα φιλί στα χείλη. Τα υπόλοιπα ας τα βρρείτε εν καιρώ.
Η κοπέλα απέναντι προσπαθεί να αλλάξει θέση για να βολευτεί καλύτερα. «Μην μου το κάνετε αυτό άγνωστα χείλη! Μην βρείτε μια στάση που να μην βλέπω ούτε κι εσάς.»
Το «Δημητρούλα» κουνάει αρκετά. «Στα καλύτερα σ’ έχω! Στα ώπα – ώπα!» μου ‘γραψε στο μήνυμα του ο Πάρις όταν τον ρώτησα πως θα φύγουμε από εδώ. Κι ο αέρας τελικά συνηθίζεται. Τα πέντε μ’ έξι μποφόρ είναι θέμα συνήθειας. Δίπλα μου όλοι συνεχίζουν να κοιμούνται του καλού καιρού. Οι πιο πολλοί είναι γνωστές φάτσες από το κάμπινγκ. Δεν χόρτασαν ύπνο και τώρα τον αναπληρώνουν. Εμείς να δεις. Τρεις ώρες ύπνος 6-9 το πρωί κάθε μέρα. Μόνο μια παρέα τεσσάρων νεαρών μιλάει χαμηλόφωνα πίσω μου και στη γωνιά ένα ζευγάρι πάει να σχηματιστεί. Ο τύπος είναι το πολύ εικοσιπέντε χρονών ψηλός με αθλητικό κορμί και εμφάνιση. Αν δεν είχε στραβή μύτη θα ήταν σίγουρα μοντέλο. Μπορεί όμως να είναι αθλητής ή ηθοποιός. Στο κάμπινγκ τον έβλεπα πολλές φορές να κοιτιέται αρκετή ώρα στον καθρέφτη προσπαθώντας να σουλουπώσει ένα τσουλούφι από τα κοντά του μαλλιά ή ψάχνοντας κάποια ατέλεια στο δέρμα του. Κυκλοφορούσε μονίμως ημίγυμνος μ’ ένα μπλε μαγιό με κόκκινα λουλουδάκια. Η τύπισσα είναι μπάζο. Καμία σχέση με τη «Μις Χαμόγελο» -ονομασία που της χάρισε ο Ιάκωβος - που ο τύπος πολιορκούσε πέντε ημέρες τώρα. Κρίμα που δεν τα φτιάξανε. Αλλιώς η «Μις Χαμόγελο» δεν θα κοιμότανε τώρα μόνη της στο ανεμοδαρμένο ελικοδρόμιο του «Δημητρούλα». Αλλά για αυτούς θα μιλήσω αργότερα.

Τα λεπτά χείλη απέναντί μου δεν άλλαξαν θέση. Ευτυχώς. Αν δεν είχα κι αυτά να τα κοιτάω δεν θα είχα τί να κάνω. Δεν με πιάνει ύπνος. Και το βιβλίο που έχω φέρει μαζί μου δεν μπορώ να το διαβάσω. Βαρέθηκα όλο τα ίδια και τα ίδια. Ελληνική Λογοτεχνία και άλλες μαλακίες. Οι υπόλοιποι είναι μέσα και κοιμούνται. Εκτός από τον Ιάκωβο που πιθανώς να διαβάζει ξαπλωμένος στη θέση που του καβάτζωσα με το βιβλίο του. Ένα πειρατικό. Δεν ξέρω άλλον άνθρωπο που να διαβάζει πειρατικό βιβλίο!
- Είναι σαν να βλέπεις ταινία με τον Έρολ Φλυν ή με τον Τζόνι Ντεπ μου έλεγε στην παραλία χθες βράδυ. Μου αρέσουν τα βιβλία, είμαι μονίμως μ’ ένα βιβλίο στο χέρι, αλλά το καλοκαίρι θέλω κάτι ανάλαφρο να ταξιδεύω.
Με το που έδεσε το Δημητρούλα στην προβλήτα της Αιγιάλης και κατέβηκαν οι προηγούμενοι τρέξαμε ν’ ανεβούμε για να προλάβουμε καμιά καλή καβάτζα. Χωριστήκαμε σε τρεις ομάδες και τα κινητά πήραν φωτιά για τις ενδοσυνεννοήσεις. Τελικά βρήκαμε μία και χωρέσαμε όλοι. Μόνο που είναι σε πέρασμα , μπροστά από το λογιστήριο, πριν το διάδρομο που οδηγεί στην πρώτη θέση κι έχει φασαρία. Στρώσαμε τα μικρά λεπτά στρωματάκια και τα σλίπινγκ μπαγκ και ξαπλώσαμε. Δηλαδή ξαπλώσανε. Η Μίνα, η νεαρή δικηγόρος που ορκίζεται αύριο και θέλει να παραιτηθεί μεθαύριο και που έχει κρυολογήσει. Η Βάσια που χθες, μια μέρα πριν φύγουμε έπαθε κολικό και την έβγαλε στο κρεβάτι. Η κολλητή της, η μικροσκοπική Ράνια , με τα υπέροχα μπλε μάτια, ο κολλητός της ο Πάνος με τα πράσινα μάτια που του την έπεφταν όλα τα θηλυκά του νησιού, από δεκατετράχρονα έως πενηντάρες και φυσικά οι δύο φίλοι μου, ο Πάρις κι ο Ιάκωβος. Οι έτερος της παρέας - ο Νίκος - έφυγε χτες. Ο Νίκος ήταν ο μόνος εκτός της Ευτυχίας και του Βασίλη που δεν τον ήξερα και που τον γνώρισα στην Αμοργό. Με κέρδισε αμέσως με τις ακριβείς και σωστές δόσεις διακριτικότητας και αμεσότητας. Τους υπόλοιπους μέσω των Πάρι και Ιάκωβου τους ξέρω χρόνια.

Τώρα έχει αρχίσει και φυσάει δυνατά. Παρασέρνει χαρτιά, τα στροβιλίζει και τα εξαφανίζει στο μαύρο σκοτάδι του Αιγαίου. Η τσίγκινη στέγη από πάνω μου τρίζει ολόκληρη. Κάποιοι ξυπνάν από τη φασαρία και μπαίνουν μέσα. Τα γλυκά μου χείλη απέναντι αντέχουν σθεναρά. Ευτυχώς φοράω τη μπλε με άσπρες ρίγες πλεχτή μπλούζα που αγόρασα πριν μια βδομάδα από τα χωριά των Μάγιας και δεν κρυώνω καθόλου. Μόλις είχα επιστρέψει από το Μεξικό. Παραμονή Δεκαπενταύγουστου .Το ίδιο βράδυ έφυγα για το χωριό μου, κοντά στην Ερέτρια να ευχηθώ στη μάνα μου που γιόρταζε και τη επόμενη, ανήμερα της Μεγαλόχαρης, πήρα το «Φλάι κατ» για Κατάπολα. Και τώρα, Κυριακή βράδυ, έξι ημέρες αργότερα, βρίσκομαι στο πλοίο της επιστροφής.

Η Νικόλ και η Ευτυχία θα επιστρέψουν την επόμενη Κυριακή με τους τελευταίους ταξιδιώτες. - Την Ευτυχία θα μπορούσα να την ερωτευτώ μου είπε χτες το βράδυ στην παραλία ο Πάρις, εντελώς απροσδόκητα. Δεν ξέρω γιατί δεν μου ‘χει συμβεί ακόμα.
- Μου θυμίζεις τον πρώτο μου έρωτα μου εξομολογήθηκε η Ευτυχία, στο άλλο αφτί, λίγο πριν καταρρεύσει από το αλκοόλ και το όγδοο σφηνάκι τεκίλα. «Μολις σε είδα με τον Πάρη να τρώτε στη ταβέρνα μου κόπηκαν τα γόνατα. Μη με παρεξηγείς, είμαι μεθυσμένη.»
«Μεγάλη μου τιμή» σκέφτηκα να της απαντήσω. Αλλά μου φάνηκε μαλακία.
- Και που είναι τώρα; Ρώτησα τελικά.
- Ξέρω γω; Χυμένη στη μπάρα του Άμμος προσπάθησε να συγκεντρώσει τη σκέψη και το βλέμμα της. Δεν τα κατάφερε με επιτυχία.
- Τελευταία φορά που έμαθα νέα του -πριν δυο χρόνια -δίδασκε φιλοσοφία στη Χαϊδελβέργη. Τώρα δεν ξέρω τι κάνει.
Ύψωσε το ένατο σφηνοπότηρο και ήπιε στην υγειά του. Και στην υγειά της Χαϊδελβέργης. Τη μιμήθηκα. Μόνο που εγώ την τεκίλα την έπινα σκέτη σε χαμηλό ποτήρι. Ούτε καν με πάγο. Για την ακρίβεια Μετζκάλ. Ακόμα χειρότερη και πιο νοθευμένη. Έτσι όπως μου την έμαθε ο Φραντζέσκο, ο μπάρμαν του Revolution μπαρ στο Σαν Κριστόμπαλ . Και επιπλέον αντέχω πια το ποτό.
Στο δέκατο σφηνάκι η Ευτυχία έπεσε από τη μπάρα. Κάποια στιγμή, πολύ αργότερα, αφού αρνιόταν πεισματικά να φύγει πριν ξημερώσει, την πήγε στο σπίτι της η Νικόλ, που ανεξήγητο πως δεν είχε γίνει λιώμα εκείνη τη βραδιά. Μάλλον από αγάπη για την Ευτυχία, για να είναι σε θεση να την προστατέψει.
- Τη Νικόλ θα μπορούσα να την ερωτευτώ μου είπε χτες το βράδυ ο Ιάκωβος λίγο πριν, λίγο μετά ; την κατάρρευση της Ευτυχίας. Αλλά είναι τριάντα χρονών και είναι μονίμως μεθυσμένη, γαμώτο...