...ΠΑΡΑΞΕΝΟΣ ΕΛΚΥΣΤΗΣ! (εκτός μπλογκόσφαιρας γνωστότερος και ως Δημήτρης Οικονόμου) από το περιοδικό Διαβάζω, ως καλύτερος πρωτοεμφανιζόμενος συγγραφέας για το 2010!
Καλή επιτυχία σε όλους τους συνυποψήφιους!
Κυριακή 25 Απριλίου 2010
Σάββατο 24 Απριλίου 2010
ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΣΤΑ ΠΑΤΗΣΙΑ , ΜΕΡΟΣ 2
ΤΩΡΑ αν πω ότι οι φόβοι μου επαληθέφθηκαν θα ακουστώ μεμψίμοιρος και Κασάνδρα;
Η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων έδωσε την εντολή να ξεκινήσει η λειτουργία των καμερών στους δρόμους.
Αντιγράφω από το reporter.gr:
"Τη συγκατάθεσή της για την ευρύτερη λειτουργία των καμερών σε δημόσιους χώρους, άναψε η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, εφόσον ο επιδιωκόμενος σκοπός που είναι η προστασία της ζωής, της δημόσιας ασφάλειας, της ιδιοκτησίας, του περιβάλλοντος και της εθνικής άμυνας δεν μπορεί να επιτευχθεί με ηπιότερα μέσα.Σύμφωνα με τα ΝΕΑ, με γνωμοδότησή της προς τον υπουργό Δικαιοσύνης Χάρη Καστανίδη, η Αρχή καταργεί τη δικαιοδοσία των εισαγγελικών αρχών επί της λειτουργίας των συστημάτων βιντεοεπιτήρησης και προτείνει την έκδοση προεδρικού διατάγματος, με το οποίο θα ρυθμιστούν οι προϋποθέσεις εγκατάστασής και χρήσης τους, πάντοτε όμως υπό τη δική της εποπτεία. Έτσι, οι διατάξεις του Π.Δ. θα τεθούν υπό την κρίση της Αρχής, καθώς και του Συμβουλίου της Επικρατείας και θα αναφέρονται: Στις αρμόδιες για την τοποθέτηση καμερών δημόσιες αρχές, στη διαδικασία και τις προϋποθέσεις εγκατάστασης και λειτουργίας συστημάτων επιτήρησης, τις αξιόποινες πράξεις και τα κριτήρια επικινδυνότητας που θα δικαιολογούν τη λειτουργία καμερών, το είδος των προσωπικών δεδομένων που θα τυγχάνουν επεξεργασίας και τέλος, τον χρόνο αποθήκευσης των δεδομένων, τη διαδικασία καταστροφής τους και άλλες τεχνικές λεπτομέρειες. Η Αρχή εναποθέτει στον υπουργό Δικαιοσύνης την ευθύνη ρύθμισης του πλαισίου λειτουργίας των καμερών, επαναφέροντας ωστόσο σε ισχύ την εποπτεία της ίδιας της Αρχής σε κάθε εφαρμογή των συστημάτων βιντεοεπιτήρησης. Με το νέο καθεστώς δηλαδή οι κάμερες δεν θα λειτουργούν με την εγγύηση της εισαγγελικής αρχής, αλλά της αρμόδιας σε κάθε περίπτωση για την προστασία των προσωπικών δεδομένων Ανεξάρτητης Αρχής. "
Είναι προφανές ότι οι η Αρχή δεν θα μπορεί να διαθέτει προσωπικό 24 ώρες το 24ωρο . Άρα...Ποιος θα μας παρακολουθεί;
Πόσο τυχαίο είναι που η Αρχή έδωσε την συγκατάθεσή της στις 14/4/10, λίγες ημέρες μετά αλλά τόσες όσες χρειαζόταν να φύγει το θέμα από την επικαιρότητα , να καταλαγιάσει η θλίψη μας για το θάνατο του νεαρού μετανάστη και όχι τόσες πολλές ώστε να ξεχάσουμε την οργή μας για το "τυφλό" χτύπημα.
Καλώς τα δεχτήκαμε.
Μένει να μάθουμε ποιος έβαλε τελικά τη βόμβα. Έτσι για την ιστορία. Αλλά κάτι μου λέει πως θα αργήσουνε πολύ να μας το πούνε.
Ετικέτες
ΣΤΟ ΕΚΚΡΕΜΕΣ ΕΝΟΣ ΠΑΡΑΞΕΝΟΥ ΕΛΚΥΣΤΗ
Παρασκευή 16 Απριλίου 2010
Παρασκευή 2 Απριλίου 2010
ΜΙα νύχτα στα Πατήσια
Φίλος , δικηγόρος, κάτοικος Κ. Πατησίων, γείτονας και αυτήκοος μάρτυρας της έκρηξης που διαμέλυσε τον 15χρονο Αφγανό μου εμυστηρεύτηκε το εξής:
Λίγα μέτρα πιο πάνω απ' το σημείο της έκρηξης υπάρχει μια πανάκριβη καφετέρια, υπερλούξ κατασκευής, που την έχει ένας (πολύ) νεαρός, μάλλον αλβανικής καταγωγής. Μερικές μέρες νωρίτερα είχε δεχτεί πυροβολισμό στην τζαμαρία του καταστηματος του, προφανώς μύνυμα νονων της νύχτας.
Λέω λοιπόν εγώ με το φτωχό μου μυαλό μήπως αυτή η βόμβα προορίζοταν γι αυτόν; Δηλαδή κάποιος την έφτιαξε και την άφησε εκεί για να περάσει κάποιος άλλος να την τοποθετήσει; (η σειρά αυτή των γεγονότων θυμίζει μαφιόζικη οργάνωση) Και ο άτυχος μικρός με την οικογένειά του βρέθηκε εκεί τη λάθος ώρα; Γιατί η αστυνομία δεν μας λέει αν σκέφτεται την περίπτωση μαφίας; Δεν θα είναι η πρώτη φορά που θα έχει μπει βόμβα σε κεφετέρια, νυχτερινό μαγαζί κτλ. - τελευταίο χτυπητό παράδειγμα η βόμβα στο μαγαζί που δούλευε ο Σάκης Ρουβάς.
Γιατί κανένας δημοσιοαγράφος δεν μιλάει για περίπτωση κοινού οργανωμένου εγκλήματος; Και πως γίνεται την επόμενη μέρα να γίνονται δύο ληστείες στην περιοχή κάτω απ'την μύτη των αστυνομικών με τους πολίτες ,δικαιολογημένα , να αγανακτούν; Ποιον συμφέρει η πλήρης αστυνόμευση μιας περιοχής που μαστίζεται από ρατσιστικά κρούσματα βίας; Τι αντίκτυπο θα έχει αυτό στην καθημερινή ζωή των κατοίκων; Μήπως -στην καλύτερη των περιπτώσεων -με πρόσχημα να καθαρίσει η περιοχή θα ακολουθήσει επιχειρηση σκούπα;
Λίγα μέτρα πιο πάνω απ' το σημείο της έκρηξης υπάρχει μια πανάκριβη καφετέρια, υπερλούξ κατασκευής, που την έχει ένας (πολύ) νεαρός, μάλλον αλβανικής καταγωγής. Μερικές μέρες νωρίτερα είχε δεχτεί πυροβολισμό στην τζαμαρία του καταστηματος του, προφανώς μύνυμα νονων της νύχτας.
Λέω λοιπόν εγώ με το φτωχό μου μυαλό μήπως αυτή η βόμβα προορίζοταν γι αυτόν; Δηλαδή κάποιος την έφτιαξε και την άφησε εκεί για να περάσει κάποιος άλλος να την τοποθετήσει; (η σειρά αυτή των γεγονότων θυμίζει μαφιόζικη οργάνωση) Και ο άτυχος μικρός με την οικογένειά του βρέθηκε εκεί τη λάθος ώρα; Γιατί η αστυνομία δεν μας λέει αν σκέφτεται την περίπτωση μαφίας; Δεν θα είναι η πρώτη φορά που θα έχει μπει βόμβα σε κεφετέρια, νυχτερινό μαγαζί κτλ. - τελευταίο χτυπητό παράδειγμα η βόμβα στο μαγαζί που δούλευε ο Σάκης Ρουβάς.
Γιατί κανένας δημοσιοαγράφος δεν μιλάει για περίπτωση κοινού οργανωμένου εγκλήματος; Και πως γίνεται την επόμενη μέρα να γίνονται δύο ληστείες στην περιοχή κάτω απ'την μύτη των αστυνομικών με τους πολίτες ,δικαιολογημένα , να αγανακτούν; Ποιον συμφέρει η πλήρης αστυνόμευση μιας περιοχής που μαστίζεται από ρατσιστικά κρούσματα βίας; Τι αντίκτυπο θα έχει αυτό στην καθημερινή ζωή των κατοίκων; Μήπως -στην καλύτερη των περιπτώσεων -με πρόσχημα να καθαρίσει η περιοχή θα ακολουθήσει επιχειρηση σκούπα;
Ετικέτες
ΣΤΟ ΕΚΚΡΕΜΕΣ ΕΝΟΣ ΠΑΡΑΞΕΝΟΥ ΕΛΚΥΣΤΗ
Τετάρτη 17 Μαρτίου 2010
Ο "Πύργος" του Ζωγράφου
Ξεπροβάλλει αγέρωχο μέσα απ’ τους γκρίζους δρόμους και τις μουντές πολυκατοικίες για να μας υπενθυμίσει πως όταν είσαι διαφορετικός ξεχωρίζεις ούτως ή άλλως. Αρκεί η έμφυτη ιδιαιτερότητά σου. Δεν χρειάζεται να υποτιμήσεις ή να προσβάλλεις τη γειτονιά σου, το χώρο που ανήκεις, με το μέγεθος σου όπως επιτάσσει το σύγχρονο λάιφ στάιλ με τα σύγχρονα (παράνομα) μολ, τα πομπώδη μουσεία, τις άχαρες μεζονέτες ή με τα τεράστια πούρα ανά χείρας και τα θηριώδη χάμερ.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Δρόμος , το Σάββατο 13/3/10
Πέμπτη 11 Μαρτίου 2010
ΠΟΙΟΣ ΦΟΒΑΤΑΙ ΤΗ ΒΙΡΤΖΙΝΙΑ ΓΟΥΛΦ;
"Το εμβληματικό αριστούργημα του Ε. Άλμπι ανεβαίνει σχεδόν κάθε χρόνο στις θεατρικές σκηνές. Φέτος με πρωταγωνιστικό ζευγάρι τους Δ. Καταλειφό – Ρ. Οικονομίδου ευτύχησε. Ο Τζώρτζ και η Μάρθα, ένα μεσήλικο ευκατάστατο μορφωμένο ζευγάρι, επιστρέφουν σπίτι τους ύστερα από ένα πάρτι. Ο Άλμπι ήδη από τις πρώτες γραμμές δίνει μια καλή ιδέα για το τι θα επακολουθήσει στην εξέλιξη της νύχτας. Ο Τζωρτζ και η Μάρθα χρησιμοποιώντας το ποτό για να μιλήσουν ανεμπόδιστα και κυρίως ανερυθρίαστα, τρώγονται με τις σάρκες τους βρίζοντας, υποτιμώντας και προσβάλλοντας ο ένας τον άλλο. Με την έλευση καλεσμένων, ενός νεοαφιχθέντος στην περιοχή νεαρού ζευγαριού , που λειτουργούν ως οι απαραίτητοι θεατές για την σαρκοφάγα παράσταση που το αρχικό ζεύγος έχει ψυχαναγκαστική ανάγκη να παίξει, ξεσπάει ίσως μία από τις πιο κανιβαλιστικές σκηνές στην ιστορία των θεατρικών ζευγαριών. Αμείλικτη λεκτική βία, ταπείνωση, σαρκασμός, ειρωνεία και υποκρισία βομβαρδίζουν ακατάπαυστα το μεσοαστικό αμερικάνικο σπίτι και όνειρο μέχρι που το ισοπεδώνουν συθέμελα.
Ο Καταλειφός παίζει με τη γνωστή μανιέρα του απόλυτα επιτυχημένα τον καταπιεσμένο αποτυχημένο καθηγητή Ιστορίας αλλά η παράσταση ανήκει στη Ρ. Οικονομίδου με τις δηλητηριώδεις ματιές της και τις σχεδόν σχιζοφρενικές εκφράσεις του προσώπου της. Το νεαρό ζεύγος, Μπουρδούμης και Ρουβολή διεκπεραιώνουν τον υποβοηθητικό ρόλο τους. Συγχαρητήρια στη μετάφραση της Τζένης Μαστοράκη που παντρεύει έξοχα τη σλαμ με την νεοελληνική αργκό παραδίνοντας ένα ολόφρεσκο κείμενο, ενώ και ο σκηνοθέτης Αντώνης Αντύπας κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον του κοινού παρά τις τρεις ώρες και τα άβολα καθίσματα. Μοναδικό μειονέκτημα: η ανάδειξη των απαραίτητων (μαύρων) χιουμοριστικών στοιχείων ως αντίβαρο ,που δυστυχώς πολλοί απ’ το κοινό και κυρίως νέοι, δεν είναι σε θέση να κατανοήσουν και επιδίδονται στα χάχανα που τους έχουν συνηθίσει οι Α.Μ.Α.Ν. και ο Λάκης ο Γλυκούλης, γελώντας κάθε φορά που τα θανατηφόρα βέλη περιέχουν τις εθνικές μας ύβρεις."
Ο Καταλειφός παίζει με τη γνωστή μανιέρα του απόλυτα επιτυχημένα τον καταπιεσμένο αποτυχημένο καθηγητή Ιστορίας αλλά η παράσταση ανήκει στη Ρ. Οικονομίδου με τις δηλητηριώδεις ματιές της και τις σχεδόν σχιζοφρενικές εκφράσεις του προσώπου της. Το νεαρό ζεύγος, Μπουρδούμης και Ρουβολή διεκπεραιώνουν τον υποβοηθητικό ρόλο τους. Συγχαρητήρια στη μετάφραση της Τζένης Μαστοράκη που παντρεύει έξοχα τη σλαμ με την νεοελληνική αργκό παραδίνοντας ένα ολόφρεσκο κείμενο, ενώ και ο σκηνοθέτης Αντώνης Αντύπας κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον του κοινού παρά τις τρεις ώρες και τα άβολα καθίσματα. Μοναδικό μειονέκτημα: η ανάδειξη των απαραίτητων (μαύρων) χιουμοριστικών στοιχείων ως αντίβαρο ,που δυστυχώς πολλοί απ’ το κοινό και κυρίως νέοι, δεν είναι σε θέση να κατανοήσουν και επιδίδονται στα χάχανα που τους έχουν συνηθίσει οι Α.Μ.Α.Ν. και ο Λάκης ο Γλυκούλης, γελώντας κάθε φορά που τα θανατηφόρα βέλη περιέχουν τις εθνικές μας ύβρεις."
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Δρόμος την 5/3/10
Παρασκευή 5 Μαρτίου 2010
O ΕΣΕΡ ΤΗΣ ΒΙΚΤΩΡΙΑΣ
Ένα κομμάτι λαμαρίνα για κάποιους είναι μία περίφραξη για κάποιους άλλους όμως ένας καμβάς. Σε μια από τις πιο παρεξηγημένες γειτονιές της νέας Αθήνας, την πλατεία Βικτωρίας ο άγνωστος street artist ζωγραφίζει σκάλες που οδηγούν στο πουθενά ή στο αδιέξοδο, ίσως εμπνευσμένος από τον υπόγειο που βρίσκεται λίγα μέτρα πιο δίπλα και τους μονίμους βιαστικούς και αμίλητους επιβάτες. Ο πίνακας διαβάζεται και στην κάθετη διάσταση. Γυρίστε την εφημερίδα και θα εκπλαγείτε!
δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Δρόμος στις 27/2/2010
Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2009
Η ΑΝΘΡΩΠΟΘΥΡΙΔΑ
Μια μέρα με στείλανε από τη δουλειά να αγοράσω ένα εμπορευματοκιβώτιο. Έπρεπε να στείλουμε ένα φορτίο με επεξεργασμένο χαλκό στη Βουλγαρία και να μας το επέστρεφαν πίσω σε καλώδια νιμ. Και αυτό να το επαναλαμβάναμε άλλες τρεις φορές. Με φώναξε ο διευθυντής μου και μου ζήτησε να πεταχτώ μέχρι τον Ασπρόπυργο και να διαλέξω ένα καλό και καθαρό κοντέινερ από μια τοπική μάντρα.
Εκείνο τον καιρό δεν ήμουν καλά συναισθηματικά. Για χρόνια αποτελούσα το υπόδειγμα ενός καλού και ευσυνείδητου επαγγελματία. Δούλευα ακατάπαυστα και με ζήλο περισσότερες από δέκα ώρες κάθε μέρα. Πρωτοδιορίστηκα το 2000, αμέσως μόλις πήρα το διδακτορικό μου στην πληροφορική από το Πανεπιστήμιο της Ναντ στη Γαλλία, είχαν περάσει σχεδόν εννιά χρόνια και είχα καταφέρει να χτίσω μια καλή σχέση εμπιστοσύνης με τη διεύθυνση. Ήξεραν πολύ καλά το εύρος των δυνατοτήτων μου και τι μπορούσαν να περιμένουν από μένα. Κάθε δουλειά τους την έφερνα σε πέρας, όλα τα πρότζεκτ που αναλάμβανα έβγαζαν κέρδος και θεωρούμουν , θέλω να πιστεύω, ένας καλός συνάδελφος που ποτέ δεν εποφθαλμιούσε τη θέση κάποιου ανωτέρου του, ποτέ δεν ανταγωνιζόταν κάποιον άλλο για μια προαγωγή και ούτε χαιρόταν με την πιθανή αποτυχία του διπλανού του.
Τα τελευταία έξι χρόνια σχετιζόμουν με μια κοπέλα. Την αγαπούσα και σχεδίαζα να της προτείνω να παντρευτούμε. Ζήτησα μάλιστα από τον διευθυντή μου αύξηση ώστε να μπορώ να ανταπεξέλθω στις ανάγκες της οικογενειακής ζωής χωρίς δυσκολία. Άλλωστε ύστερα από τόσα χρόνια αφοσιωμένης δουλειάς δεν είχα πάρει καμία έως τότε. Είχα ξεκινήσει με ένα αρκετά μεγάλο μισθό, αντάξιο των σπουδών μου, χίλια πεντακόσια ευρώ καθαρά το μήνα και ντρεπόμουν να ζητήσω κάτι παραπάνω. Όμως αν ήθελα να κάνω οικογένεια αυτά τα χρήματα δεν έφταναν. Πήρα λοιπόν το θάρρος και έστειλα ένα email ζητώντας μόνο αύξηση , δεκαπέντε τοις εκατό, κι όχι προαγωγή, για να μη τους φέρω σε δύσκολη θέση. Μου την αρνήθηκαν, ευγενικά δεν μπορώ να πω, λέγοντάς μου πως αναγνωρίζουν τις πολύτιμες υπηρεσίες μου αλλά επειδή βρισκόμαστε σε καιρό κρίσης δεν μπορούν να εγκρίνουν επιπλέον δαπάνες για το προσωπικό. Κατάλαβα ότι είχαν δίκαιο και δεν έδωσα συνέχεια στο θέμα. Όμως η κοπέλα μου απογοητεύτηκε τόσο πολύ που δεν μου μίλαγε για δυο εβδομάδες. Στο τέλος μου ζήτησε να χωρίσουμε. Ήμουνα λέει πολύ μαλθακός και δεν την γέμιζα σιγουριά για το μέλλον μας. Ήταν ένα μεγάλο πλήγμα για μένα. Κόντευα τα τριάντα οκτώ και ξαναβρισκόμουν πάλι μόνος. Το όνειρο της οικογένειας απομακρύνθηκε και πήρε αναβολή για τουλάχιστον τρία χρόνια - μπορεί και παραπάνω.
Όταν λοιπόν ο Διευθυντής μου μού ανέθεσε τη νέα αποστολή τη δέχτηκα με χαρά, ως μια καλή ευκαιρία να περάσω τη μέρα έξω απ’ το γραφείο, να περιπλανηθώ σε μια περιοχή που δεν ξέρω και να κάνω κάτι διαφορετικό, μακριά από τη ρουτίνα. «Θα βγεις στην έξοδο πέντε και ακολουθώντας τις πινακίδες θα συναντήσεις τον καπετάν Γιάννη. Καλή επιτυχία» μου ευχήθηκε και με συνόδεψε μέχρι την εξώπορτα της εταιρείας μας.
Πήρα την Αττική Οδό και βγήκα στην έξοδο προς Ασπρόπυργο, νούμερο πέντε, ακολουθώντας πιστά τις οδηγίες. Πέρασα από κάτι εγκαταλελειμμένες μονάδες παραγωγής σκυροδέματος με σκουριασμένα σιλό, ένα οικόπεδο όπου κάτι μπουλντόζες αποθήκευαν χώμα δημιουργώντας ένα τεχνητό κόκκινο λόφο, έναν καταυλισμό τσιγγάνων και έστριψα προς τη Λεωφόρο Ασπροπύργου ψάχνοντας για τις πινακίδες. Βρέθηκα σε μια περιοχή που όντως δεν είχα ξαναδεί. Δεν υπήρχαν σπίτια, μαγαζιά ή καταστήματα , μόνο μεγάλα εργοστάσια και αποθήκες. Στο δρόμο δεν κυκλοφορούσαν πεζοί ούτε αυτοκίνητα μόνο νταλίκες κι αν ήθελες να πιεις ένα καφέ έπρεπε να τον παραγγείλεις από τροχόσπιτα-καντίνες. Ύστερα από αρκετή ώρα κι αφού είχα οδηγήσει το δρόμο δυο φορές πάνω κάτω και δεν είχα δει καμία πινακίδα, μια επιγραφή, γραμμένη με κόκκινα γράμματα σ ένα τοίχο, μού τράβηξε την προσοχή, όχι μόνο γιατί ήταν ανορθόγραφη αλλά και για το πρωτότυπο μήνυμά της: «ΙΝΕ ΓΙΑ ΒΡΟΧΙ. ΜΙ ΡΙΧΝΕΤΕ ΟΞΙ ΣΤΟ ΡΕΜΑ.» Έμεινα λίγα δευτερόλεπτα προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσω αυτό που διάβαζα όταν πρόσεξα, δίπλα ακριβώς, μια πολύ μικρή ταμπέλα: «Κοντέινερς ο Καπετάν Γιάννης» μ’ ένα βέλος να δείχνει προς τα δεξιά.
Χωρίς δεύτερη σκέψη κατευθύνθηκα προς το σημείο που έδειχνε και μπήκα σ ένα πολύ στενό δρόμο όπου ίσα ίσα χώραγε το αυτοκίνητό μου. Δεξιά κι αριστερά υψώνονταν ψηλοί φράχτες από σκουριασμένες λαμαρίνες, έτσι ώστε ο δρόμος έμοιαζε σαν ένα τούνελ από λαμαρίνες χωρίς σκεπή. Σαν μία γιγάντια υδρορροή όπου εγώ ήμουν η σταγόνα. Μια νταλίκα ήταν μπροστά μου και μία ακριβώς πίσω μου, έτσι που ανά πάσα στιγμή αν ο ένας φρέναρε κι ο άλλος επιτάχυνε μπορούσαν να με λιώσουν. Περάσαμε από διάφορες μάντρες και οικόπεδα με παλιοσίδερα, λάστιχα και βαρέλια. Με την ταχύτητα που είχαμε δεν προλάβαινα να διαβάσω τις ταμπέλες όμως κανένα από αυτά δεν είχε κοντέινερς. Ξαφνικά και χωρίς φλας, η μπροστινή μου νταλίκα έστριψε αριστερά και ταυτόχρονα η πίσω δεξιά, μέσα στους λαμαρινένιους τοίχους, φανερώνοντας μου μια τεράστια έκταση εκατοντάδων στρεμμάτων γεμάτη ασφυκτικά, με χιλιάδες στοιβαγμένα, το ένα πάνω στο άλλο, κοντέινερς. Πάρκαρα και χάζεψα το θέαμα.
Μέχρι τους απέναντι λόφους έφταναν τα εμπορευματοκιβώτια. Ήταν τοποθετημένα σε στοίβες των πέντε, έτσι που να σχηματίζουν θεόρατους πύργους, είκοσι μέτρα ψηλούς, κολλητούς ο ένας με τον άλλο. Κάθε είκοσι ή τριάντα τέτοιοι πύργοι άφηναν αναμεταξύ τους διαδρόμους, έτσι ώστε να διαμορφώνονται ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα. Η ρυμοτομία τους ήταν τέλεια , που θα τη ζήλευε κι ο καλύτερος πολεοδόμος. Δεν θα μου έκανε εντύπωση αν οι διάδρομοι είχαν ονόματα, γειτονιές ή συνοικίες.
Όλη αυτή η τάξη με έκανε να περιμένω να δω στον καπετάν Γιάννη μια μορφή αυστηρή και αυταρχική. Αυτός όμως μόλις με είδε με καλωσόρισε εγκάρδια σαν να με περίμενε από χρόνια. Ήταν περίπου εξήντα χρονών κοντός με στρογγυλό πρόσωπο. Φορούσε χοντρά γυαλιά μυωπίας, μια τραγιάσκα και από τη ζώνη του κρεμόταν μια αλυσίδα με μια αρμαθιά κλειδιά που κουδούνιζαν εκνευριστικά. Μου ζήτησε να του υπογράψω κάτι χαρτιά και πριν προλάβω να του πω τις απαιτήσεις μου ήξερε τι ακριβώς ψάχνω. «Είναι το ψηλότερο, το πάνω πάνω, το πέμπτο δηλαδή στον πύργο 523, στον κάθετο διάδρομο 74.»
Άρχισα να περπατώ προς τη κατεύθυνση που μου υπέδειξε. Λίγο πριν το βρω εμφανίστηκε μπροστά μου ένα μικρό παιδί το πολύ δέκα χρονών με μακριά ξανθά μαλλιά. Το θυμάμαι γιατί μου έκανε εντύπωση το γεγονός ότι φορούσε κουστούμι και μάλιστα το ίδιο ακριβό ιταλικό κουστούμι που ήθελα να αγοράσω για το γάμο μου. Ακόμα και το χρώμα, γκρι σκούρο, ήταν ίδιο. Μέχρι και η σιέλ γραβάτα. Με κοίταξε για λίγο και χωρίς να πει λέξη εξαφανίστηκε πίσω από τους πύργους.
Ύστερα από δέκα λεπτά περπατήματος εντόπισα τον πύργο με το εμπορευματοκιβώτιο που θα αγόραζα. Ακόμα κι αν δεν ήξερα την ακριβή του θέση ήταν το μόνο απ΄ όλα όσα είχα δει με μια σκάλα μπροστά του. Ανέβηκα τα σκαλιά ως το πέμπτο. Ήταν αρκετά ψηλά, η σκάλα ταλαντωνόταν και νόμιζα ότι θα έπεφτα. Τελικά έφτασα μπροστά από την πόρτα. Τράβηξα το δεξί χερούλι και απασφάλισα τη μία από τις δύο κάθετες μπάρες που έφραζαν την είσοδο και στη συνέχεια με το αριστερό χερούλι την άλλη. Μπήκα μέσα. Το φως που έμπαινε από την ανοιχτή πόρτα ήταν αρκετό για να το περιεργαστώ. Ήταν καθαρό, περιποιημένο και άδειο. Ανέδυε μάλιστα μια ευχάριστη μυρωδιά σαν τσάι ή φασκόμηλο. Ευχαριστημένος έκανα μεταβολή προς την έξοδο. Όμως πριν προλάβω να τη διασχίσω ένα ισχυρό κύμα αέρα την έκλεισε απότομα. Αιφνιδιάστηκα. Έμεινα να κοιτάω μέσα στο σκοτάδι, αποσβολωμένος την κλεισμένη πόρτα. Δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω αυτό που μου συνέβαινε. Θα έμενα κλεισμένος εκεί μέσα! Ήμουν πολύ ψηλά και πολύ μακριά από τον έξω κόσμο. Ακόμα και να φώναζα και να χτυπούσα κανείς δεν θα με άκουγε. Έβγαλα το κινητό μου να ειδοποιήσω στη δουλειά αλλά δεν είχε σήμα. Άρχισα να πανικοβάλλομαι. Ήμουν μόνος μέσα σ’ ένα κατασκότεινο κοντέινερ! Χωρίς νερό και φαγητό. Πόσο θα άντεχα; Μια, δυο μέρες; Τρεις; Θα αναρωτιόταν κανείς για μένα; Που ήμουν ; Θα έψαχναν στη μάντρα; Θα ρώταγαν τον καπετάν Γιάννη; Θα προλάβαιναν; Ή θα πέθαινα μόνος κι αβοήθητος; Οι σκέψεις αυτές με οδήγησαν να χτυπάω μανιασμένα με χέρια και πόδια την πόρτα, φωνάζοντας «βοήθεια!» Βαρούσα πολλή ώρα με δύναμη, μέχρι που κουράστηκα. Φυσικά κανείς δεν με άκουσε. Σταμάτησα απελπισμένος. Πως μου είχε συμβεί εμένα αυτό; Γιατί έπρεπε να πεθάνω θαμμένος σ ένα μεταλλικό κουτί σα φέρετρο είκοσι μέτρα πάνω απ’ την επιφάνεια της γης; Τι γελοίος θάνατος.
Γύρισα την πλάτη μου και πήρα μια βαθιά ανάσα. Δεν έπρεπε να χάσω τη ψυχραιμία μου. Είχα ακούσει πως σε παρόμοιες περιπτώσεις πρέπει να μείνεις ακίνητος, να μην καταναλώνεις ενέργεια για να μπορείς να αντέξεις όσο γίνεται περισσότερο. Τα μάτια μου άρχισαν να συνηθίζουν στο σκοτάδι. Τώρα η μυρωδιά είχε εξαφανιστεί και ένα ελαφρύ ρίγος με διαπέρασε. Έκανε ψύχρα. Ξαφνικά σαν να είδα μια πολύ μικρή κίνηση. Σαν μια μικρή γάτα να έτρεχε. Ανατρίχιασα ολόκληρος κι άφησα μια πνιχτή στριγκλιά. Δεν ήταν δυνατόν! Δεν μπορούσε να υπήρχε τίποτα εκεί μέσα. Το είχα επιθεωρήσει καλά προηγουμένως. Με το σώμα γερμένο προς τα μπροστά σε στάση επιφυλακτική, προχώρησα προς την άκρη του κοντέινερ κι αυτό που είδα με έκανε να φωνάξω δυνατά από έκπληξη και φόβο! «Παναγιά μου!» Ένας γέρος άντρας με άσπρα μακριά μαλλιά κοιμόταν ξαπλωμένος ανάσκελα. Πως βρέθηκε εκεί μέσα; Πότε μπήκε;
Η αντίδρασή μου τον ξύπνησε. Έτριψε τα μάτια με τα χέρια του και με περιεργάστηκε σιωπηλά χωρίς να κουνηθεί από τη στάση του ύπνου. Είχα φοβηθεί τόσο πολύ που είχα χάσει τη μιλιά μου. «Επιτέλους ήρθες.» είπε ήρεμα και η φωνή του ήταν βαθιά. Γαλήνια σίγουρη και ήρεμη, όπως όλων αυτών των ανθρώπων που επιλέγουν να απομονωθούν και να ζήσουν τη ζωή τους ασκητικά σαν ερημίτες, αναχωρητές ή καλόγηροι. «Ποιος είσαι;» τον ρώτησα διστακτικά «Και τί κάνεις εδώ μέσα;» «Λέγομαι Υψήχιος. Και ζω εδώ πάρα πολλά χρόνια.» «Και πως ζεις;» Ο αρχικός μου φόβος είχε δώσει τη θέση του στην περιέργεια «Τι κάνεις;» «Είναι αδιανόητο για κάποιον σαν κι εσένα να καταλάβει τι κάνω ή με πόσα λίγα μπορεί να ζήσει κάποιος. Σχεδόν με τίποτα. Και για να απαντήσω στο δεύτερο ερώτημά σου θα σου πω ότι καταρχήν δεν βιάζομαι. Όχι σαν κι εσένα. Δεν είμαστε όλοι ίδιοι. Κάθομαι εδώ και περιμένω.» Μου είχε εξάψει πλέον τη φαντασία «Τι; Ποιον;» «Δεν έχει σημασία. Απλά περιμένω.» απάντησε κι άλλαξε πλευρό. «Εσένα» μουρμούρισε ύστερα από λίγο σαν να με λυπήθηκε που είχα μείνει με την απορία. «Εμένα; Γιατί εμένα;» «Γιατί όχι εσένα; Εσύ ήρθες να με βρεις. Όχι εγώ.»
Πλησίασα αποφασισμένος να τον ακουμπήσω. Ήθελα να νιώσω την αφή του. Αν και η φωνή του ήταν τόσο σταθερή ο ίδιος μου φαινόταν τόσο εύθραυστος, σχεδόν αέρινος, άυλος. Αλλά δεν με άφησε. Κατάλαβε την κίνησή μου κι απομακρύνθηκε. «Υπάρχει τρόπος να φύγω από δω γέροντα;» «Ναι. Από την πόρτα» «Είναι κλεισμένη απ’ έξω. Δεν ανοίγει» «Όχι αυτή. Αυτή είναι μόνο για όσους δεν βλέπουν. Εσύ θέλεις να δεις. Για αυτό δεν ήρθες εδώ;» Μιλούσε σαν να με ήξερε από πάντα. «Μα τι να δω μέσα στο σκοτάδι; Δεν βλέπω τίποτα» «Είναι επειδή χρησιμοποιείς μόνο τα μάτια σου για να δεις. Παλιά μέθοδος, ξεπερασμένη».
Σηκώθηκα κι έκανα μια βόλτα περιμετρικά των τοιχωμάτων. Περπατούσα πολύ αργά στις μύτες των ποδιών, κάνοντας ελάχιστο θόρυβο, σαν να προσπαθούσα να αποφύγω θρυμματισμένα γυαλιά. Και τότε την είδα. Ήταν μια πολύ μικρή πόρτα, ύψους ογδόντα εκατοστών και πλάτους το πολύ πενήντα. Δεν χωρούσε άνθρωπος. Έπρεπε να διπλωθεί στα δύο. Γονάτισα και έστριψα το μεταλλικό πόμολο. Έσκυψα το κεφάλι προς τα κάτω, κύρτωσα τους ώμους προς τα μέσα και μπουσούλισα. Πέρασα στο διπλανό κιβώτιο. Ήταν άδειο. Ακριβώς απέναντι είδα μια άλλη θυρίδα. Τη διέσχισα με τον ίδιο τρόπο και βγήκα σε μια μεγάλη πλατεία. Είχε δέντρα κι ένα ποταμάκι κυλούσε στη μέση της. Το παιδί με το κουστούμι ψάρευε. Μπήκα στην επόμενη πόρτα. Τρία αλυσοδεμένα σκυλιά γάβγιζαν μανιασμένα. Περπατώντας με προσοχή, τοίχο τοίχο μην με πλησιάσουν, μπήκα στην επόμενη θυρίδα. Μια καλοβαλμένη κυρία έκλαιγε πάνω απ΄ ένα λάπτοπ ενώ δίπλα της μια γκρι γάτα έπαιζε πιάνο. Περιπλανήθηκα από κοντέινερ σε κοντέινερ αρκετή ώρα. Άνοιγα τη μία πόρτα και έμπαινα στην επόμενη. Είδα ένα μωρό να κάνει ποδήλατο σε τέσσερις ρόδες, ένα υφασμάτινο σκούρο μπλε παντελόνι να μαγειρεύει φρικασέ σε μια κατσαρόλα, είδα ένα χαμογελαστό ποδηλάτη να τον πατάει ένα φορτηγό, είδα ένα δωμάτιο γεμάτο με ξύλινες αφρικάνικες μάσκες, είδα μια τραπεζαρία στρωμένη με ένα χάρτη της γης αντί για τραπεζομάντηλο, είδα μια όαση στην έρημο όπου ένας καμηλιέρης έπαιζε μπαγλαμά, είδα μια μπάλα μ’ ένα μαχαίρι της κουζίνας σφηνωμένο, είδα ένα δωμάτιο γεμάτο άχρηστα πράγματα, σκούπες, τσιγάρα, βρόμικες πολυθρόνες, χαλασμένες τηλεοράσεις, παλιά κινητά, κρίκους χούλα χουπ, τρύπια σακάκια και χαρτομάντιλα, είδα μια μάνα να θηλάζει ένα πορτατίφ, είδα ένα γιγάντιο τηλέφωνο να τηλεφωνεί στον εαυτό του, είδα εκατοντάδες παιδιά όλα ίδια μεταξύ τους, σαν κλώνοι, ξαπλωμένα σ’ ένα καταπράσινο λιβάδι να τρώνε ωμά σαλιγκάρια, είδα ένα δάσος από πεύκα με κορμούς από σουγιάδες, είδα χαλιά στους τοίχους και κουβέρτες στα πατώματα, είδα έναν άντρα να ακονίζει ένα πιρούνι με ένα μυτερό κηροπήγιο, είδα μια θάλασσα ήρεμη μ’ ένα κυματοθραύστη να σκάνε πάνω του πλοία και σκάφη αναψυχής, είδα ένα διώροφο τρένο να κάνει ατελείωτους κύκλους γύρω από έναν οβελίσκο, είδα μια αρκούδα που βέλαζε κι ένα πρόβατο να κατασπαράζει έναν αετό, είδα μια φυλακή φτιαγμένη μόνο από καλώδια, είδα ένα κατσαβίδι να κάνει ψαροντούφεκο και να πνίγεται, είδα ένα ψυχιατρείο γεμάτο αυτοκίνητα και τέλος είδα πολλά χρώματα. Όλων των ειδών τις μπογιές και τις αποχρώσεις σ ένα κοντέινερ. Μόλις μπήκα ζαλίστηκα γιατί είχε τόσα πολλά χρώματα, πράσινο, ματζέντα, κυανό, λιλά, μπορντό, υπόλευκο, ροδακινί, μωβ, πορτοκαλί, κρεμ, μπεζ, ανθρακί και τόσο έντονα που δεν μπορούσες να εστιάσεις πουθενά.
Είχα την εντύπωση πως κάθε πόρτα ήταν απέναντι από την άλλη έτσι ώστε πίστευα πως κινούμουν σε ευθεία γραμμή. Όμως στην πραγματικότητα κάθε πόρτα με έβγαζε σε άλλο κοντέινερ πιο πάνω, πιο κάτω, αριστερά ή δεξιά. Δεν είχα ακολουθήσει γραμμική πορεία. Κινούμουν και στις τέσσερις διαστάσεις. Ο χρόνος εναλλασσόταν. Πότε παρελθόν και πότε μέλλον. Το καταλάβαινα γιατί ένιωθα τον εαυτό μου πότε γέρο με αρθριτικά και πότε παιδί με ευλυγισία και ταχύτητα. Χάθηκα και δεν ήξερα το δρόμο της επιστροφής. Προσπάθησα απεγνωσμένα να βρω κάποιο σημάδι, κάτι που να είχα ξαναδεί και που να με βοηθούσε να επιστρέψω στην αρχή. Όμως αυτό ήταν αδύνατο. Τίποτα δεν ήταν ίδιο με το προηγούμενο κι ακόμα κι αν ξαναέμπαινα από την ίδια πόρτα που είχα πρωτομπεί, αυτή μ’ έβγαζε όχι στο προηγούμενο όπως περίμενα αλλά σε ένα άλλο, εντελώς διαφορετικό κοντέινερ. Είχα απελπιστεί. Περιπλανήθηκα αρκετές ώρες και κουράστηκα. Έκατσα και κοιμήθηκα πάνω σ ένα κομπιουτεράκι, ενώ έξω απ’ αυτό ο αέρας φυσούσε κάτι πλατανόφυλλα με μπλε οριζόντιες γραμμές. Ξύπνησα από το φόβο μου μη δεν ξυπνήσω. Συνέχισα την περιπλάνηση και είδα κι άλλα πολλά κι ένιωσα να με ακουμπάνε χιλιάδες άνθρωποι και να με σπρώχνουν από χίλιες μεριές, ανάσες βρώμικες, καυτές, θολές, να με τρυπάνε βλέμματα άδεια και κρύα, φωνές παράφωνες και μελωδικές, βαθιές και τσιριχτές και είδα κρύσταλλα να αιωρούνται και να φωτίζονται και περπάτησα σε ζούγκλες καταπράσινες, σε χωριά ιθαγενών με ξύλινες καλύβες και σκεπές από τσίγκο με ηλιακούς συλλέκτες ενώ οι ντόπιοι έπαιζαν ποδόσφαιρο στην αυτοσχέδια πλατεία και κολύμπησα σε λίμνες νεκρές μεθανίου με σωλήνες και πολύχρωμους αγωγούς να τις ρουφάνε αδηφάγα, και σε νησιά σε μέγεθος παλάμης, σε ποτάμια καφέ και σε χιλιάδες χιλιόμετρα ακτών με βράχια και με μαύρους κορμοράνους και με αποικίες κόκκινων πιγκουίνων και θαλάσσιων ελεφάντων και ανέβηκα πάνω σε παγοθραυστικά που έλιωναν και σε ραντάρ που έγερναν κουρασμένα και ύστερα από πολλές ώρες κάποιος κατέβασε μια τέντα που έτριζε η θυρίδα άνοιξε και ξαναβρέθηκα στο γέροντα.
Ένιωσα αγαλλίαση και ανακούφιση σαν να ήταν το καταφύγιό μου. Δεν ήθελα να ξαναβγώ από κει μέσα ούτε να ξαναζήσω αυτά που έζησα. Ο γέροντας ήταν όρθιος, φορούσε ένα καθαρό καινούριο κουστούμι και είχε λούσει τα μαλλιά του σαν να με περίμενε ή σαν να ήταν έτοιμος για κάποια επίσκεψη. «Έλειψες τρεις μέρες. Απ’ ό,τι έχω ακούσει τόσο κάνουν όλοι» Ένιωθα πολύ κουρασμένος, ξενυχτισμένος κι άυπνος. Το σώμα με δυσκολία με βαστούσε όμως χειρότερα ήταν το μυαλό μου. Μια θρυαλλίδα είχα μέσα στο κρανίο μου. Η έκρηξη ήταν θέμα δευτερολέπτων. Του είπα ότι θα πέσω να κοιμηθώ λίγο, να συνέλθω. «Δεν γίνεται, πρέπει να φύγουμε» «Τι εννοείς;» Δεν είχα καμία όρεξη να ξαναπεράσω τα ίδια. «Ήρθε η ώρα. Και θα με πάρεις και μένα μαζί σου» «Που;» «Έξω, πού αλλού; Άνοιξε την πόρτα! Θέλω να δω το φως». Με οδήγησε στην πόρτα που είχε κλείσει ο αέρας. «Όσοι επιστρέφουν επιστρέφουν. Αυτός είναι ο κανόνας» μου εξήγησε. Κατάλαβα ότι το εννοούσε. «Πόσο καιρό έχεις να αντικρίσεις τον έξω κόσμο γέροντα;» τον ρώτησα καθώς ψαχούλευα με ανάμεικτα συναισθήματα την εξώπορτα. Δεν ήθελα να βγω στον έξω κόσμο. Ήθελα να ηρεμήσω. «Πολύ. Τριάντα οκτώ χρόνια, σχεδόν!» «Θα έχει αλλάξει πολύ ε; Τίποτα δεν θα είναι πια το ίδιο» του είπα καθώς έβρισκα το πόμολο και άνοιγα το ένα φύλλο. «Πού θες να ξέρω;» μου απάντησε ενώ λευκό φως τον έλουζε τμηματικά ξεκινώντας από τα πόδια προς το κεφάλι. «Δεν τον έχω δει ποτέ μου πιο πριν» και πριν προλάβω να πω άλλη λέξη μεταμορφώθηκε σε ένα μπλε πουλί με άσπρο μακρύ ράμφος, πέταξε ψηλά και έγινε ένα με τον ουρανό.
Κινήθηκα προς τα εμπρός για να κατέβω. Όμως η σκάλα έλειπε κι έκανα επιτέλους, ένα βήμα στο κενό.
ALL RIGHTS RESERVED
Εκείνο τον καιρό δεν ήμουν καλά συναισθηματικά. Για χρόνια αποτελούσα το υπόδειγμα ενός καλού και ευσυνείδητου επαγγελματία. Δούλευα ακατάπαυστα και με ζήλο περισσότερες από δέκα ώρες κάθε μέρα. Πρωτοδιορίστηκα το 2000, αμέσως μόλις πήρα το διδακτορικό μου στην πληροφορική από το Πανεπιστήμιο της Ναντ στη Γαλλία, είχαν περάσει σχεδόν εννιά χρόνια και είχα καταφέρει να χτίσω μια καλή σχέση εμπιστοσύνης με τη διεύθυνση. Ήξεραν πολύ καλά το εύρος των δυνατοτήτων μου και τι μπορούσαν να περιμένουν από μένα. Κάθε δουλειά τους την έφερνα σε πέρας, όλα τα πρότζεκτ που αναλάμβανα έβγαζαν κέρδος και θεωρούμουν , θέλω να πιστεύω, ένας καλός συνάδελφος που ποτέ δεν εποφθαλμιούσε τη θέση κάποιου ανωτέρου του, ποτέ δεν ανταγωνιζόταν κάποιον άλλο για μια προαγωγή και ούτε χαιρόταν με την πιθανή αποτυχία του διπλανού του.
Τα τελευταία έξι χρόνια σχετιζόμουν με μια κοπέλα. Την αγαπούσα και σχεδίαζα να της προτείνω να παντρευτούμε. Ζήτησα μάλιστα από τον διευθυντή μου αύξηση ώστε να μπορώ να ανταπεξέλθω στις ανάγκες της οικογενειακής ζωής χωρίς δυσκολία. Άλλωστε ύστερα από τόσα χρόνια αφοσιωμένης δουλειάς δεν είχα πάρει καμία έως τότε. Είχα ξεκινήσει με ένα αρκετά μεγάλο μισθό, αντάξιο των σπουδών μου, χίλια πεντακόσια ευρώ καθαρά το μήνα και ντρεπόμουν να ζητήσω κάτι παραπάνω. Όμως αν ήθελα να κάνω οικογένεια αυτά τα χρήματα δεν έφταναν. Πήρα λοιπόν το θάρρος και έστειλα ένα email ζητώντας μόνο αύξηση , δεκαπέντε τοις εκατό, κι όχι προαγωγή, για να μη τους φέρω σε δύσκολη θέση. Μου την αρνήθηκαν, ευγενικά δεν μπορώ να πω, λέγοντάς μου πως αναγνωρίζουν τις πολύτιμες υπηρεσίες μου αλλά επειδή βρισκόμαστε σε καιρό κρίσης δεν μπορούν να εγκρίνουν επιπλέον δαπάνες για το προσωπικό. Κατάλαβα ότι είχαν δίκαιο και δεν έδωσα συνέχεια στο θέμα. Όμως η κοπέλα μου απογοητεύτηκε τόσο πολύ που δεν μου μίλαγε για δυο εβδομάδες. Στο τέλος μου ζήτησε να χωρίσουμε. Ήμουνα λέει πολύ μαλθακός και δεν την γέμιζα σιγουριά για το μέλλον μας. Ήταν ένα μεγάλο πλήγμα για μένα. Κόντευα τα τριάντα οκτώ και ξαναβρισκόμουν πάλι μόνος. Το όνειρο της οικογένειας απομακρύνθηκε και πήρε αναβολή για τουλάχιστον τρία χρόνια - μπορεί και παραπάνω.
Όταν λοιπόν ο Διευθυντής μου μού ανέθεσε τη νέα αποστολή τη δέχτηκα με χαρά, ως μια καλή ευκαιρία να περάσω τη μέρα έξω απ’ το γραφείο, να περιπλανηθώ σε μια περιοχή που δεν ξέρω και να κάνω κάτι διαφορετικό, μακριά από τη ρουτίνα. «Θα βγεις στην έξοδο πέντε και ακολουθώντας τις πινακίδες θα συναντήσεις τον καπετάν Γιάννη. Καλή επιτυχία» μου ευχήθηκε και με συνόδεψε μέχρι την εξώπορτα της εταιρείας μας.
Πήρα την Αττική Οδό και βγήκα στην έξοδο προς Ασπρόπυργο, νούμερο πέντε, ακολουθώντας πιστά τις οδηγίες. Πέρασα από κάτι εγκαταλελειμμένες μονάδες παραγωγής σκυροδέματος με σκουριασμένα σιλό, ένα οικόπεδο όπου κάτι μπουλντόζες αποθήκευαν χώμα δημιουργώντας ένα τεχνητό κόκκινο λόφο, έναν καταυλισμό τσιγγάνων και έστριψα προς τη Λεωφόρο Ασπροπύργου ψάχνοντας για τις πινακίδες. Βρέθηκα σε μια περιοχή που όντως δεν είχα ξαναδεί. Δεν υπήρχαν σπίτια, μαγαζιά ή καταστήματα , μόνο μεγάλα εργοστάσια και αποθήκες. Στο δρόμο δεν κυκλοφορούσαν πεζοί ούτε αυτοκίνητα μόνο νταλίκες κι αν ήθελες να πιεις ένα καφέ έπρεπε να τον παραγγείλεις από τροχόσπιτα-καντίνες. Ύστερα από αρκετή ώρα κι αφού είχα οδηγήσει το δρόμο δυο φορές πάνω κάτω και δεν είχα δει καμία πινακίδα, μια επιγραφή, γραμμένη με κόκκινα γράμματα σ ένα τοίχο, μού τράβηξε την προσοχή, όχι μόνο γιατί ήταν ανορθόγραφη αλλά και για το πρωτότυπο μήνυμά της: «ΙΝΕ ΓΙΑ ΒΡΟΧΙ. ΜΙ ΡΙΧΝΕΤΕ ΟΞΙ ΣΤΟ ΡΕΜΑ.» Έμεινα λίγα δευτερόλεπτα προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσω αυτό που διάβαζα όταν πρόσεξα, δίπλα ακριβώς, μια πολύ μικρή ταμπέλα: «Κοντέινερς ο Καπετάν Γιάννης» μ’ ένα βέλος να δείχνει προς τα δεξιά.
Χωρίς δεύτερη σκέψη κατευθύνθηκα προς το σημείο που έδειχνε και μπήκα σ ένα πολύ στενό δρόμο όπου ίσα ίσα χώραγε το αυτοκίνητό μου. Δεξιά κι αριστερά υψώνονταν ψηλοί φράχτες από σκουριασμένες λαμαρίνες, έτσι ώστε ο δρόμος έμοιαζε σαν ένα τούνελ από λαμαρίνες χωρίς σκεπή. Σαν μία γιγάντια υδρορροή όπου εγώ ήμουν η σταγόνα. Μια νταλίκα ήταν μπροστά μου και μία ακριβώς πίσω μου, έτσι που ανά πάσα στιγμή αν ο ένας φρέναρε κι ο άλλος επιτάχυνε μπορούσαν να με λιώσουν. Περάσαμε από διάφορες μάντρες και οικόπεδα με παλιοσίδερα, λάστιχα και βαρέλια. Με την ταχύτητα που είχαμε δεν προλάβαινα να διαβάσω τις ταμπέλες όμως κανένα από αυτά δεν είχε κοντέινερς. Ξαφνικά και χωρίς φλας, η μπροστινή μου νταλίκα έστριψε αριστερά και ταυτόχρονα η πίσω δεξιά, μέσα στους λαμαρινένιους τοίχους, φανερώνοντας μου μια τεράστια έκταση εκατοντάδων στρεμμάτων γεμάτη ασφυκτικά, με χιλιάδες στοιβαγμένα, το ένα πάνω στο άλλο, κοντέινερς. Πάρκαρα και χάζεψα το θέαμα.
Μέχρι τους απέναντι λόφους έφταναν τα εμπορευματοκιβώτια. Ήταν τοποθετημένα σε στοίβες των πέντε, έτσι που να σχηματίζουν θεόρατους πύργους, είκοσι μέτρα ψηλούς, κολλητούς ο ένας με τον άλλο. Κάθε είκοσι ή τριάντα τέτοιοι πύργοι άφηναν αναμεταξύ τους διαδρόμους, έτσι ώστε να διαμορφώνονται ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα. Η ρυμοτομία τους ήταν τέλεια , που θα τη ζήλευε κι ο καλύτερος πολεοδόμος. Δεν θα μου έκανε εντύπωση αν οι διάδρομοι είχαν ονόματα, γειτονιές ή συνοικίες.
Όλη αυτή η τάξη με έκανε να περιμένω να δω στον καπετάν Γιάννη μια μορφή αυστηρή και αυταρχική. Αυτός όμως μόλις με είδε με καλωσόρισε εγκάρδια σαν να με περίμενε από χρόνια. Ήταν περίπου εξήντα χρονών κοντός με στρογγυλό πρόσωπο. Φορούσε χοντρά γυαλιά μυωπίας, μια τραγιάσκα και από τη ζώνη του κρεμόταν μια αλυσίδα με μια αρμαθιά κλειδιά που κουδούνιζαν εκνευριστικά. Μου ζήτησε να του υπογράψω κάτι χαρτιά και πριν προλάβω να του πω τις απαιτήσεις μου ήξερε τι ακριβώς ψάχνω. «Είναι το ψηλότερο, το πάνω πάνω, το πέμπτο δηλαδή στον πύργο 523, στον κάθετο διάδρομο 74.»
Άρχισα να περπατώ προς τη κατεύθυνση που μου υπέδειξε. Λίγο πριν το βρω εμφανίστηκε μπροστά μου ένα μικρό παιδί το πολύ δέκα χρονών με μακριά ξανθά μαλλιά. Το θυμάμαι γιατί μου έκανε εντύπωση το γεγονός ότι φορούσε κουστούμι και μάλιστα το ίδιο ακριβό ιταλικό κουστούμι που ήθελα να αγοράσω για το γάμο μου. Ακόμα και το χρώμα, γκρι σκούρο, ήταν ίδιο. Μέχρι και η σιέλ γραβάτα. Με κοίταξε για λίγο και χωρίς να πει λέξη εξαφανίστηκε πίσω από τους πύργους.
Ύστερα από δέκα λεπτά περπατήματος εντόπισα τον πύργο με το εμπορευματοκιβώτιο που θα αγόραζα. Ακόμα κι αν δεν ήξερα την ακριβή του θέση ήταν το μόνο απ΄ όλα όσα είχα δει με μια σκάλα μπροστά του. Ανέβηκα τα σκαλιά ως το πέμπτο. Ήταν αρκετά ψηλά, η σκάλα ταλαντωνόταν και νόμιζα ότι θα έπεφτα. Τελικά έφτασα μπροστά από την πόρτα. Τράβηξα το δεξί χερούλι και απασφάλισα τη μία από τις δύο κάθετες μπάρες που έφραζαν την είσοδο και στη συνέχεια με το αριστερό χερούλι την άλλη. Μπήκα μέσα. Το φως που έμπαινε από την ανοιχτή πόρτα ήταν αρκετό για να το περιεργαστώ. Ήταν καθαρό, περιποιημένο και άδειο. Ανέδυε μάλιστα μια ευχάριστη μυρωδιά σαν τσάι ή φασκόμηλο. Ευχαριστημένος έκανα μεταβολή προς την έξοδο. Όμως πριν προλάβω να τη διασχίσω ένα ισχυρό κύμα αέρα την έκλεισε απότομα. Αιφνιδιάστηκα. Έμεινα να κοιτάω μέσα στο σκοτάδι, αποσβολωμένος την κλεισμένη πόρτα. Δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω αυτό που μου συνέβαινε. Θα έμενα κλεισμένος εκεί μέσα! Ήμουν πολύ ψηλά και πολύ μακριά από τον έξω κόσμο. Ακόμα και να φώναζα και να χτυπούσα κανείς δεν θα με άκουγε. Έβγαλα το κινητό μου να ειδοποιήσω στη δουλειά αλλά δεν είχε σήμα. Άρχισα να πανικοβάλλομαι. Ήμουν μόνος μέσα σ’ ένα κατασκότεινο κοντέινερ! Χωρίς νερό και φαγητό. Πόσο θα άντεχα; Μια, δυο μέρες; Τρεις; Θα αναρωτιόταν κανείς για μένα; Που ήμουν ; Θα έψαχναν στη μάντρα; Θα ρώταγαν τον καπετάν Γιάννη; Θα προλάβαιναν; Ή θα πέθαινα μόνος κι αβοήθητος; Οι σκέψεις αυτές με οδήγησαν να χτυπάω μανιασμένα με χέρια και πόδια την πόρτα, φωνάζοντας «βοήθεια!» Βαρούσα πολλή ώρα με δύναμη, μέχρι που κουράστηκα. Φυσικά κανείς δεν με άκουσε. Σταμάτησα απελπισμένος. Πως μου είχε συμβεί εμένα αυτό; Γιατί έπρεπε να πεθάνω θαμμένος σ ένα μεταλλικό κουτί σα φέρετρο είκοσι μέτρα πάνω απ’ την επιφάνεια της γης; Τι γελοίος θάνατος.
Γύρισα την πλάτη μου και πήρα μια βαθιά ανάσα. Δεν έπρεπε να χάσω τη ψυχραιμία μου. Είχα ακούσει πως σε παρόμοιες περιπτώσεις πρέπει να μείνεις ακίνητος, να μην καταναλώνεις ενέργεια για να μπορείς να αντέξεις όσο γίνεται περισσότερο. Τα μάτια μου άρχισαν να συνηθίζουν στο σκοτάδι. Τώρα η μυρωδιά είχε εξαφανιστεί και ένα ελαφρύ ρίγος με διαπέρασε. Έκανε ψύχρα. Ξαφνικά σαν να είδα μια πολύ μικρή κίνηση. Σαν μια μικρή γάτα να έτρεχε. Ανατρίχιασα ολόκληρος κι άφησα μια πνιχτή στριγκλιά. Δεν ήταν δυνατόν! Δεν μπορούσε να υπήρχε τίποτα εκεί μέσα. Το είχα επιθεωρήσει καλά προηγουμένως. Με το σώμα γερμένο προς τα μπροστά σε στάση επιφυλακτική, προχώρησα προς την άκρη του κοντέινερ κι αυτό που είδα με έκανε να φωνάξω δυνατά από έκπληξη και φόβο! «Παναγιά μου!» Ένας γέρος άντρας με άσπρα μακριά μαλλιά κοιμόταν ξαπλωμένος ανάσκελα. Πως βρέθηκε εκεί μέσα; Πότε μπήκε;
Η αντίδρασή μου τον ξύπνησε. Έτριψε τα μάτια με τα χέρια του και με περιεργάστηκε σιωπηλά χωρίς να κουνηθεί από τη στάση του ύπνου. Είχα φοβηθεί τόσο πολύ που είχα χάσει τη μιλιά μου. «Επιτέλους ήρθες.» είπε ήρεμα και η φωνή του ήταν βαθιά. Γαλήνια σίγουρη και ήρεμη, όπως όλων αυτών των ανθρώπων που επιλέγουν να απομονωθούν και να ζήσουν τη ζωή τους ασκητικά σαν ερημίτες, αναχωρητές ή καλόγηροι. «Ποιος είσαι;» τον ρώτησα διστακτικά «Και τί κάνεις εδώ μέσα;» «Λέγομαι Υψήχιος. Και ζω εδώ πάρα πολλά χρόνια.» «Και πως ζεις;» Ο αρχικός μου φόβος είχε δώσει τη θέση του στην περιέργεια «Τι κάνεις;» «Είναι αδιανόητο για κάποιον σαν κι εσένα να καταλάβει τι κάνω ή με πόσα λίγα μπορεί να ζήσει κάποιος. Σχεδόν με τίποτα. Και για να απαντήσω στο δεύτερο ερώτημά σου θα σου πω ότι καταρχήν δεν βιάζομαι. Όχι σαν κι εσένα. Δεν είμαστε όλοι ίδιοι. Κάθομαι εδώ και περιμένω.» Μου είχε εξάψει πλέον τη φαντασία «Τι; Ποιον;» «Δεν έχει σημασία. Απλά περιμένω.» απάντησε κι άλλαξε πλευρό. «Εσένα» μουρμούρισε ύστερα από λίγο σαν να με λυπήθηκε που είχα μείνει με την απορία. «Εμένα; Γιατί εμένα;» «Γιατί όχι εσένα; Εσύ ήρθες να με βρεις. Όχι εγώ.»
Πλησίασα αποφασισμένος να τον ακουμπήσω. Ήθελα να νιώσω την αφή του. Αν και η φωνή του ήταν τόσο σταθερή ο ίδιος μου φαινόταν τόσο εύθραυστος, σχεδόν αέρινος, άυλος. Αλλά δεν με άφησε. Κατάλαβε την κίνησή μου κι απομακρύνθηκε. «Υπάρχει τρόπος να φύγω από δω γέροντα;» «Ναι. Από την πόρτα» «Είναι κλεισμένη απ’ έξω. Δεν ανοίγει» «Όχι αυτή. Αυτή είναι μόνο για όσους δεν βλέπουν. Εσύ θέλεις να δεις. Για αυτό δεν ήρθες εδώ;» Μιλούσε σαν να με ήξερε από πάντα. «Μα τι να δω μέσα στο σκοτάδι; Δεν βλέπω τίποτα» «Είναι επειδή χρησιμοποιείς μόνο τα μάτια σου για να δεις. Παλιά μέθοδος, ξεπερασμένη».
Σηκώθηκα κι έκανα μια βόλτα περιμετρικά των τοιχωμάτων. Περπατούσα πολύ αργά στις μύτες των ποδιών, κάνοντας ελάχιστο θόρυβο, σαν να προσπαθούσα να αποφύγω θρυμματισμένα γυαλιά. Και τότε την είδα. Ήταν μια πολύ μικρή πόρτα, ύψους ογδόντα εκατοστών και πλάτους το πολύ πενήντα. Δεν χωρούσε άνθρωπος. Έπρεπε να διπλωθεί στα δύο. Γονάτισα και έστριψα το μεταλλικό πόμολο. Έσκυψα το κεφάλι προς τα κάτω, κύρτωσα τους ώμους προς τα μέσα και μπουσούλισα. Πέρασα στο διπλανό κιβώτιο. Ήταν άδειο. Ακριβώς απέναντι είδα μια άλλη θυρίδα. Τη διέσχισα με τον ίδιο τρόπο και βγήκα σε μια μεγάλη πλατεία. Είχε δέντρα κι ένα ποταμάκι κυλούσε στη μέση της. Το παιδί με το κουστούμι ψάρευε. Μπήκα στην επόμενη πόρτα. Τρία αλυσοδεμένα σκυλιά γάβγιζαν μανιασμένα. Περπατώντας με προσοχή, τοίχο τοίχο μην με πλησιάσουν, μπήκα στην επόμενη θυρίδα. Μια καλοβαλμένη κυρία έκλαιγε πάνω απ΄ ένα λάπτοπ ενώ δίπλα της μια γκρι γάτα έπαιζε πιάνο. Περιπλανήθηκα από κοντέινερ σε κοντέινερ αρκετή ώρα. Άνοιγα τη μία πόρτα και έμπαινα στην επόμενη. Είδα ένα μωρό να κάνει ποδήλατο σε τέσσερις ρόδες, ένα υφασμάτινο σκούρο μπλε παντελόνι να μαγειρεύει φρικασέ σε μια κατσαρόλα, είδα ένα χαμογελαστό ποδηλάτη να τον πατάει ένα φορτηγό, είδα ένα δωμάτιο γεμάτο με ξύλινες αφρικάνικες μάσκες, είδα μια τραπεζαρία στρωμένη με ένα χάρτη της γης αντί για τραπεζομάντηλο, είδα μια όαση στην έρημο όπου ένας καμηλιέρης έπαιζε μπαγλαμά, είδα μια μπάλα μ’ ένα μαχαίρι της κουζίνας σφηνωμένο, είδα ένα δωμάτιο γεμάτο άχρηστα πράγματα, σκούπες, τσιγάρα, βρόμικες πολυθρόνες, χαλασμένες τηλεοράσεις, παλιά κινητά, κρίκους χούλα χουπ, τρύπια σακάκια και χαρτομάντιλα, είδα μια μάνα να θηλάζει ένα πορτατίφ, είδα ένα γιγάντιο τηλέφωνο να τηλεφωνεί στον εαυτό του, είδα εκατοντάδες παιδιά όλα ίδια μεταξύ τους, σαν κλώνοι, ξαπλωμένα σ’ ένα καταπράσινο λιβάδι να τρώνε ωμά σαλιγκάρια, είδα ένα δάσος από πεύκα με κορμούς από σουγιάδες, είδα χαλιά στους τοίχους και κουβέρτες στα πατώματα, είδα έναν άντρα να ακονίζει ένα πιρούνι με ένα μυτερό κηροπήγιο, είδα μια θάλασσα ήρεμη μ’ ένα κυματοθραύστη να σκάνε πάνω του πλοία και σκάφη αναψυχής, είδα ένα διώροφο τρένο να κάνει ατελείωτους κύκλους γύρω από έναν οβελίσκο, είδα μια αρκούδα που βέλαζε κι ένα πρόβατο να κατασπαράζει έναν αετό, είδα μια φυλακή φτιαγμένη μόνο από καλώδια, είδα ένα κατσαβίδι να κάνει ψαροντούφεκο και να πνίγεται, είδα ένα ψυχιατρείο γεμάτο αυτοκίνητα και τέλος είδα πολλά χρώματα. Όλων των ειδών τις μπογιές και τις αποχρώσεις σ ένα κοντέινερ. Μόλις μπήκα ζαλίστηκα γιατί είχε τόσα πολλά χρώματα, πράσινο, ματζέντα, κυανό, λιλά, μπορντό, υπόλευκο, ροδακινί, μωβ, πορτοκαλί, κρεμ, μπεζ, ανθρακί και τόσο έντονα που δεν μπορούσες να εστιάσεις πουθενά.
Είχα την εντύπωση πως κάθε πόρτα ήταν απέναντι από την άλλη έτσι ώστε πίστευα πως κινούμουν σε ευθεία γραμμή. Όμως στην πραγματικότητα κάθε πόρτα με έβγαζε σε άλλο κοντέινερ πιο πάνω, πιο κάτω, αριστερά ή δεξιά. Δεν είχα ακολουθήσει γραμμική πορεία. Κινούμουν και στις τέσσερις διαστάσεις. Ο χρόνος εναλλασσόταν. Πότε παρελθόν και πότε μέλλον. Το καταλάβαινα γιατί ένιωθα τον εαυτό μου πότε γέρο με αρθριτικά και πότε παιδί με ευλυγισία και ταχύτητα. Χάθηκα και δεν ήξερα το δρόμο της επιστροφής. Προσπάθησα απεγνωσμένα να βρω κάποιο σημάδι, κάτι που να είχα ξαναδεί και που να με βοηθούσε να επιστρέψω στην αρχή. Όμως αυτό ήταν αδύνατο. Τίποτα δεν ήταν ίδιο με το προηγούμενο κι ακόμα κι αν ξαναέμπαινα από την ίδια πόρτα που είχα πρωτομπεί, αυτή μ’ έβγαζε όχι στο προηγούμενο όπως περίμενα αλλά σε ένα άλλο, εντελώς διαφορετικό κοντέινερ. Είχα απελπιστεί. Περιπλανήθηκα αρκετές ώρες και κουράστηκα. Έκατσα και κοιμήθηκα πάνω σ ένα κομπιουτεράκι, ενώ έξω απ’ αυτό ο αέρας φυσούσε κάτι πλατανόφυλλα με μπλε οριζόντιες γραμμές. Ξύπνησα από το φόβο μου μη δεν ξυπνήσω. Συνέχισα την περιπλάνηση και είδα κι άλλα πολλά κι ένιωσα να με ακουμπάνε χιλιάδες άνθρωποι και να με σπρώχνουν από χίλιες μεριές, ανάσες βρώμικες, καυτές, θολές, να με τρυπάνε βλέμματα άδεια και κρύα, φωνές παράφωνες και μελωδικές, βαθιές και τσιριχτές και είδα κρύσταλλα να αιωρούνται και να φωτίζονται και περπάτησα σε ζούγκλες καταπράσινες, σε χωριά ιθαγενών με ξύλινες καλύβες και σκεπές από τσίγκο με ηλιακούς συλλέκτες ενώ οι ντόπιοι έπαιζαν ποδόσφαιρο στην αυτοσχέδια πλατεία και κολύμπησα σε λίμνες νεκρές μεθανίου με σωλήνες και πολύχρωμους αγωγούς να τις ρουφάνε αδηφάγα, και σε νησιά σε μέγεθος παλάμης, σε ποτάμια καφέ και σε χιλιάδες χιλιόμετρα ακτών με βράχια και με μαύρους κορμοράνους και με αποικίες κόκκινων πιγκουίνων και θαλάσσιων ελεφάντων και ανέβηκα πάνω σε παγοθραυστικά που έλιωναν και σε ραντάρ που έγερναν κουρασμένα και ύστερα από πολλές ώρες κάποιος κατέβασε μια τέντα που έτριζε η θυρίδα άνοιξε και ξαναβρέθηκα στο γέροντα.
Ένιωσα αγαλλίαση και ανακούφιση σαν να ήταν το καταφύγιό μου. Δεν ήθελα να ξαναβγώ από κει μέσα ούτε να ξαναζήσω αυτά που έζησα. Ο γέροντας ήταν όρθιος, φορούσε ένα καθαρό καινούριο κουστούμι και είχε λούσει τα μαλλιά του σαν να με περίμενε ή σαν να ήταν έτοιμος για κάποια επίσκεψη. «Έλειψες τρεις μέρες. Απ’ ό,τι έχω ακούσει τόσο κάνουν όλοι» Ένιωθα πολύ κουρασμένος, ξενυχτισμένος κι άυπνος. Το σώμα με δυσκολία με βαστούσε όμως χειρότερα ήταν το μυαλό μου. Μια θρυαλλίδα είχα μέσα στο κρανίο μου. Η έκρηξη ήταν θέμα δευτερολέπτων. Του είπα ότι θα πέσω να κοιμηθώ λίγο, να συνέλθω. «Δεν γίνεται, πρέπει να φύγουμε» «Τι εννοείς;» Δεν είχα καμία όρεξη να ξαναπεράσω τα ίδια. «Ήρθε η ώρα. Και θα με πάρεις και μένα μαζί σου» «Που;» «Έξω, πού αλλού; Άνοιξε την πόρτα! Θέλω να δω το φως». Με οδήγησε στην πόρτα που είχε κλείσει ο αέρας. «Όσοι επιστρέφουν επιστρέφουν. Αυτός είναι ο κανόνας» μου εξήγησε. Κατάλαβα ότι το εννοούσε. «Πόσο καιρό έχεις να αντικρίσεις τον έξω κόσμο γέροντα;» τον ρώτησα καθώς ψαχούλευα με ανάμεικτα συναισθήματα την εξώπορτα. Δεν ήθελα να βγω στον έξω κόσμο. Ήθελα να ηρεμήσω. «Πολύ. Τριάντα οκτώ χρόνια, σχεδόν!» «Θα έχει αλλάξει πολύ ε; Τίποτα δεν θα είναι πια το ίδιο» του είπα καθώς έβρισκα το πόμολο και άνοιγα το ένα φύλλο. «Πού θες να ξέρω;» μου απάντησε ενώ λευκό φως τον έλουζε τμηματικά ξεκινώντας από τα πόδια προς το κεφάλι. «Δεν τον έχω δει ποτέ μου πιο πριν» και πριν προλάβω να πω άλλη λέξη μεταμορφώθηκε σε ένα μπλε πουλί με άσπρο μακρύ ράμφος, πέταξε ψηλά και έγινε ένα με τον ουρανό.
Κινήθηκα προς τα εμπρός για να κατέβω. Όμως η σκάλα έλειπε κι έκανα επιτέλους, ένα βήμα στο κενό.
ALL RIGHTS RESERVED
Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2009
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ
"Η πόλη του αναστέλλοντος ήλιου"
στο βιβλιοπωλείο Ιανός, Σταδίου 24, την
Τρίτη 24/11 στις 18.00
Θα μιλήσουν οι
Κώστας Κατσουλάρης συγγραφέας - δημοσιογράφος,
Θανάσης Χειμωνάς συγγραφέας
και εκτός προγράμματος ο Απόστολος Μπενάτσης επικ καθηγητής Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2009
Η πόλη του αναστέλλοντος ήλιου - κριτικές
Δυστοπικό πόνημα για τη σύγχρονη Ελλάδα
Του Μακη Πανωριου
Η πόλη του ανατέλλοντος ηλίου, μυθιστόρημα, Εκδόσεις «Μελάνι», Αθήνα 2009, σελ. 309
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. Αν η βιωμένη πραγματικότητα είναι αποτέλεσμα «πολιτικής σκέψης», τότε η φαντασία νομιμοποιείται να τη μεταστοιχειώνει, τουλάχιστον λογοτεχνικά, με τα σουρεαλιστικά σύμβολα -και τον ανάλογο μύθο- που της προσφέρουν η ουτοπία και η αντιουτοπία. Και τα δύο αυτά είδη εμφανίστηκαν στο λογοτεχνικό σώμα ως αιχμηρότατα κοινωνικοπολιτικά σχόλια του συγκεκριμένου συστήματος που τα προκάλεσε.
Από την «Πολιτεία» του Πλάτωνος, την «Ουτοπία», του Τόμας Μορ, στον οποίο και οφείλουμε την ονομασία του εν λόγω είδους, έως την σκοτεινή αντιουτοπία «Ι984», του Τζορτζ Οργουελ, ο σκεπτόμενος άνθρωπος, που έχει απόλυτη επίγνωση του περιβάλλοντός του, καταθέτει τις απόψεις του επί του συστήματος που τις προκάλεσε. Επισημαίνει τις ρωγμές του, τις πληγές του και τα τραύματά του πολύ πιο καίρια, ευθύβολα και αποτελεσματικά απ’ όσο το επιχειρούν μάλλον ύποπτα οι διάφορες κομματικές αντιπολιτεύσεις του.
Οργουελικές θέσεις
Το διαπιστώνουμε στο εξαιρετικά ενδιαφέρον, απ’ αυτής της απόψεως, δυστοπικό μυθιστόρημα του πρωτοεμφανιζόμενου Δημήτρη Οικονόμου (Ιωάννινα 1974). Το ερεθιστικό πόνημά του λειτουργεί ως ένα αιχμηρότατο, σαρκαστικό, σαρδόνιο, καυστικό αλλά και πικρόχολο σχόλιο της σύγχρονης Ελλάδας. Ο μύθος του, τα φανταστικά υλικά του, και, κυρίως, τα πρόσωπα που οικοδομούν το παρακμιακό, αστικό τοπίο του δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία επ’ αυτού.
Σύμφωνα με αυτό, στο πολύ κοντινό μέλλον το πολιτικό σύστημα του Ελληνικού Εθνους είναι η Δημοκρατία της Δημόσιας… Αισθητικής, η οποία υπαγορεύει την ομοιοποίηση των πάντων. Πρωθυπουργός της χώρας είναι ο Αρίστος Συνετός ο Νεότερος, του οποίου η οικογένεια κυβερνά την Ελλάδα εδώ και πενήντα χρόνια - ένα ανακλαστικό ανδρείκελο, αλλά άκρως επικίνδυνο είδωλο του οργουελικού Μεγάλου Αδελφού. Βασικές αρχές αυτής της κατ’ ευφημισμόν Δημοκρατίας το Σεξ, η Κοινωνικότητα και η Επίδειξη. Αποκορύφωμα της γενικευμένης ευτέλειας των πάντων, η ανάθεση από τον πρωθυπουργό στον διάσημο αρχιτέκτονα Ζώη Δαμιανό ανέγερσης ενός κακόγουστου κτιρίου ως έμβλημα, σφραγίδα και ταυτότητα του σύγχρονου ολοκληρωτισμού. Ο υπόγειος σκοπός ωστόσο του εγχειρήματος είναι άλλος. Η κατεδάφιση -και εξαφάνιση- της πνευματικής κληρονομιάς, κλασικό σύμβολο της οποίας είναι η Ακρόπολη. Ο θρίαμβος της κατάπτωσης καραδοκεί προ των πυλών, την αναπόφευκτη έλευση της οποίας αδυνατεί φυσικά να αναχαιτίσει η ειρηνοποιός μυστική οργάνωση Ελεύθερη Σκέψη, την οποία εκθεμελιώνει η Δημόσια Χλεύη, κρατικό όργανο ναζιστικών προδιαγραφών φίμωσης, οποιασδήποτε προσπάθειας προόδου στον Πολιτισμό, στην Τέχνη, στην Επιστήμη, στο Πνεύμα γενικά. Ως εκ τούτου, πολύ φυσικά, να ηχεί επαναστατικά το «ποιητικό-αναρχικό» μήνυμα «Η πιο μελαγχολική πράξη είναι το Φθινόπωρο», εποχή, σύμφωνα με την αποκρυπτογράφηση του οποίου, προοιωνίζεται την έλευση ενός θλιβερού, αφάνταστα πιο σκοταδιστικού «χειμώνα».
Αποκρυπτογράφηση-ερμηνεία
Το παρακμιακό, μελλοντολογικό όραμα του Δημήτρη Οικονόμου οικοδομείται με ιδιαίτερα σαρκαστικούς τόνους. Η αποκρυπτογράφηση-ερμηνεία του όμως, είναι ακόμη πιο θλιβερή, έως αποκαρδιωτική. Πρόκειται για μια παραμορφωτική, φουτουριστική περσόνα-αντανάκλαση της σημερινής, όπως ήδη προαναφέρθηκε, Ελλάδας, που μοιάζει να οδεύει εθελοτυφλώντας προς την απώλειά της, με τη βοήθεια και των Δημοτικών Αρχόντων της, κυρίως, αλλά και του «αφελούς», απλού λαού της.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 6/10/09
Του Μακη Πανωριου
Η πόλη του ανατέλλοντος ηλίου, μυθιστόρημα, Εκδόσεις «Μελάνι», Αθήνα 2009, σελ. 309
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. Αν η βιωμένη πραγματικότητα είναι αποτέλεσμα «πολιτικής σκέψης», τότε η φαντασία νομιμοποιείται να τη μεταστοιχειώνει, τουλάχιστον λογοτεχνικά, με τα σουρεαλιστικά σύμβολα -και τον ανάλογο μύθο- που της προσφέρουν η ουτοπία και η αντιουτοπία. Και τα δύο αυτά είδη εμφανίστηκαν στο λογοτεχνικό σώμα ως αιχμηρότατα κοινωνικοπολιτικά σχόλια του συγκεκριμένου συστήματος που τα προκάλεσε.
Από την «Πολιτεία» του Πλάτωνος, την «Ουτοπία», του Τόμας Μορ, στον οποίο και οφείλουμε την ονομασία του εν λόγω είδους, έως την σκοτεινή αντιουτοπία «Ι984», του Τζορτζ Οργουελ, ο σκεπτόμενος άνθρωπος, που έχει απόλυτη επίγνωση του περιβάλλοντός του, καταθέτει τις απόψεις του επί του συστήματος που τις προκάλεσε. Επισημαίνει τις ρωγμές του, τις πληγές του και τα τραύματά του πολύ πιο καίρια, ευθύβολα και αποτελεσματικά απ’ όσο το επιχειρούν μάλλον ύποπτα οι διάφορες κομματικές αντιπολιτεύσεις του.
Οργουελικές θέσεις
Το διαπιστώνουμε στο εξαιρετικά ενδιαφέρον, απ’ αυτής της απόψεως, δυστοπικό μυθιστόρημα του πρωτοεμφανιζόμενου Δημήτρη Οικονόμου (Ιωάννινα 1974). Το ερεθιστικό πόνημά του λειτουργεί ως ένα αιχμηρότατο, σαρκαστικό, σαρδόνιο, καυστικό αλλά και πικρόχολο σχόλιο της σύγχρονης Ελλάδας. Ο μύθος του, τα φανταστικά υλικά του, και, κυρίως, τα πρόσωπα που οικοδομούν το παρακμιακό, αστικό τοπίο του δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία επ’ αυτού.
Σύμφωνα με αυτό, στο πολύ κοντινό μέλλον το πολιτικό σύστημα του Ελληνικού Εθνους είναι η Δημοκρατία της Δημόσιας… Αισθητικής, η οποία υπαγορεύει την ομοιοποίηση των πάντων. Πρωθυπουργός της χώρας είναι ο Αρίστος Συνετός ο Νεότερος, του οποίου η οικογένεια κυβερνά την Ελλάδα εδώ και πενήντα χρόνια - ένα ανακλαστικό ανδρείκελο, αλλά άκρως επικίνδυνο είδωλο του οργουελικού Μεγάλου Αδελφού. Βασικές αρχές αυτής της κατ’ ευφημισμόν Δημοκρατίας το Σεξ, η Κοινωνικότητα και η Επίδειξη. Αποκορύφωμα της γενικευμένης ευτέλειας των πάντων, η ανάθεση από τον πρωθυπουργό στον διάσημο αρχιτέκτονα Ζώη Δαμιανό ανέγερσης ενός κακόγουστου κτιρίου ως έμβλημα, σφραγίδα και ταυτότητα του σύγχρονου ολοκληρωτισμού. Ο υπόγειος σκοπός ωστόσο του εγχειρήματος είναι άλλος. Η κατεδάφιση -και εξαφάνιση- της πνευματικής κληρονομιάς, κλασικό σύμβολο της οποίας είναι η Ακρόπολη. Ο θρίαμβος της κατάπτωσης καραδοκεί προ των πυλών, την αναπόφευκτη έλευση της οποίας αδυνατεί φυσικά να αναχαιτίσει η ειρηνοποιός μυστική οργάνωση Ελεύθερη Σκέψη, την οποία εκθεμελιώνει η Δημόσια Χλεύη, κρατικό όργανο ναζιστικών προδιαγραφών φίμωσης, οποιασδήποτε προσπάθειας προόδου στον Πολιτισμό, στην Τέχνη, στην Επιστήμη, στο Πνεύμα γενικά. Ως εκ τούτου, πολύ φυσικά, να ηχεί επαναστατικά το «ποιητικό-αναρχικό» μήνυμα «Η πιο μελαγχολική πράξη είναι το Φθινόπωρο», εποχή, σύμφωνα με την αποκρυπτογράφηση του οποίου, προοιωνίζεται την έλευση ενός θλιβερού, αφάνταστα πιο σκοταδιστικού «χειμώνα».
Αποκρυπτογράφηση-ερμηνεία
Το παρακμιακό, μελλοντολογικό όραμα του Δημήτρη Οικονόμου οικοδομείται με ιδιαίτερα σαρκαστικούς τόνους. Η αποκρυπτογράφηση-ερμηνεία του όμως, είναι ακόμη πιο θλιβερή, έως αποκαρδιωτική. Πρόκειται για μια παραμορφωτική, φουτουριστική περσόνα-αντανάκλαση της σημερινής, όπως ήδη προαναφέρθηκε, Ελλάδας, που μοιάζει να οδεύει εθελοτυφλώντας προς την απώλειά της, με τη βοήθεια και των Δημοτικών Αρχόντων της, κυρίως, αλλά και του «αφελούς», απλού λαού της.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 6/10/09
Πέμπτη 1 Οκτωβρίου 2009
Η πόλη του αναστέλλοντος ήλιου - κριτικές
Στην Αθήνα ενός μέλλοντος όχι ιδιαιτέρως μακρινού τοποθετεί την υπόθεση του πρώτου μυθιστορήματός του ο τριανταπεντάχρονος Δημήτρης Οικονόμου. Η χώρα διοικείται από την τρίτη γενιά της οικογένειας των Συνετών. Ο πρωθυπουργός Αρίστος Συνετός ο Νεότερος, εγγονός του ιδρυτή της δυναστείας, προετοιμάζεται για την τελική αναμέτρηση με ό,τι συμβολίζει το παρελθόν της πόλης, αναθέτοντας σε έναν διάσημο αρχιτέκτονα, να κατασκευάσει το Μέγαρο της «νέας εποχής»: ένα κτίριο που η μεγαλοπρέπειά του θα επισκιάζει αυτήν της Ακρόπολης.
Η «Δημόσια αισθητική» ορίζει και εγγυάται το ασφυκτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται η ζωή των κατοίκων της χώρας, η «Δημόσια Χλεύη» περιμένει όλους όσοι αντιστέκονται ή με οποιονδήποτε τρόπο παρεκκλίνουν από τις επιταγές της μοναδικής επίσημης αλήθειας του καθεστώτος. Ο αρχιτέκτονας -απόγονος, σύμφωνα με το καθεστώς, «επικίνδυνων τρομοκρατών»- θα πέσει με τα μούτρα στην προσπάθεια να καταγραφεί στην ιστορία ως ο δημιουργός του μεγαλεπήβολου αυτού έργου, απολεπιζόμενος ταυτόχρονα από κάθε επικίνδυνο ίχνος της οικογενειακής του ιστορίας. Η νεαρή συνεργάτιδά του, στην οποία οφείλεται και η βασική αρχιτεκτονική ιδέα για το έργο και με την οποία ο ήρωας θα αναπτύξει μια δυνατή ερωτική σχέση, θα προσπαθήσει σταδιακά να τον αφυπνίσει και να τον πείσει να αντισταθεί μέσα από τις γραμμές μιας ιδιότυπης οργάνωσης καλλιτεχνών στην οποία και η ίδια συμμετέχει, αναλαμβάνοντας το σχετικό -και ιδιαιτέρως βαρύ- κόστος αυτής του της επιλογής.
Παρά το γεγονός ότι πρόκειται για πρωτόλειο, το μυθιστόρημα είναι μια καλοστημένη και ώριμη πολιτική αλληγορία, που τοποθετείται μεν στο μέλλον, αναδεικνύει όμως με γλαφυρότητα και σαφήνεια πλείστα όσο διακυβεύματα του παρόντος, θα ήταν δε σαφώς αρτιότερο αν ο συγγραφέας είχε επιλέξει μια γλώσσα περισσότερο πειραματική και δουλεμένη.
Η πόλη του αναστέλλοντος ήλιου αποτελεί μια ακόμη συνεισφορά στην παρατηρούμενη, και οπωσδήποτε ελπιδοφόρα, στροφή της ελληνικής πεζογραφίας προς τον δημόσιο χώρο, μετά από μια μακρά περίοδο ιδιωτικών εστιάσεων και ενδοσκοπικών προθέσεων, ο δε συγγραφέας με την πρώτη του αυτή κατάθεση αποκαλύπτει ένα αξιόλογο ταλέντο και δημιουργεί βάσιμες προσδοκίες για ακόμη σημαντικότερες καταθέσεις στα επόμενα έργα του.
Νίκος Κουνενής, Αυγή 20/9/09
Η «Δημόσια αισθητική» ορίζει και εγγυάται το ασφυκτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται η ζωή των κατοίκων της χώρας, η «Δημόσια Χλεύη» περιμένει όλους όσοι αντιστέκονται ή με οποιονδήποτε τρόπο παρεκκλίνουν από τις επιταγές της μοναδικής επίσημης αλήθειας του καθεστώτος. Ο αρχιτέκτονας -απόγονος, σύμφωνα με το καθεστώς, «επικίνδυνων τρομοκρατών»- θα πέσει με τα μούτρα στην προσπάθεια να καταγραφεί στην ιστορία ως ο δημιουργός του μεγαλεπήβολου αυτού έργου, απολεπιζόμενος ταυτόχρονα από κάθε επικίνδυνο ίχνος της οικογενειακής του ιστορίας. Η νεαρή συνεργάτιδά του, στην οποία οφείλεται και η βασική αρχιτεκτονική ιδέα για το έργο και με την οποία ο ήρωας θα αναπτύξει μια δυνατή ερωτική σχέση, θα προσπαθήσει σταδιακά να τον αφυπνίσει και να τον πείσει να αντισταθεί μέσα από τις γραμμές μιας ιδιότυπης οργάνωσης καλλιτεχνών στην οποία και η ίδια συμμετέχει, αναλαμβάνοντας το σχετικό -και ιδιαιτέρως βαρύ- κόστος αυτής του της επιλογής.
Παρά το γεγονός ότι πρόκειται για πρωτόλειο, το μυθιστόρημα είναι μια καλοστημένη και ώριμη πολιτική αλληγορία, που τοποθετείται μεν στο μέλλον, αναδεικνύει όμως με γλαφυρότητα και σαφήνεια πλείστα όσο διακυβεύματα του παρόντος, θα ήταν δε σαφώς αρτιότερο αν ο συγγραφέας είχε επιλέξει μια γλώσσα περισσότερο πειραματική και δουλεμένη.
Η πόλη του αναστέλλοντος ήλιου αποτελεί μια ακόμη συνεισφορά στην παρατηρούμενη, και οπωσδήποτε ελπιδοφόρα, στροφή της ελληνικής πεζογραφίας προς τον δημόσιο χώρο, μετά από μια μακρά περίοδο ιδιωτικών εστιάσεων και ενδοσκοπικών προθέσεων, ο δε συγγραφέας με την πρώτη του αυτή κατάθεση αποκαλύπτει ένα αξιόλογο ταλέντο και δημιουργεί βάσιμες προσδοκίες για ακόμη σημαντικότερες καταθέσεις στα επόμενα έργα του.
Νίκος Κουνενής, Αυγή 20/9/09
Ετικέτες
Η ΠΟΛΗ ΤΟΥ ΑΝΑΣΤΕΛΛΟΝΤΟΣ ΗΛΙΟΥ
Τετάρτη 9 Σεπτεμβρίου 2009
ΚΡΙΤΙΚΩΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ
Μπορεί να συνυπάρξει η εξουσία με τη καλλιτεχνική δημιουργία;
Ή μήπως το πιο σοβαρό ασυμβίβαστο θ' άπρεπε να ισχύει ανάμεσα στην κατοχή πολιτικής, οικονομικής και μηντιακής εξουσίας απ' τη μία, εμπλοκής στην τέχνη απ΄την άλλη;Μήπως τα μήντια είναι πλέον η πρώτη εξουσία, ενώ εμείς ασχολούμαστε με τις άλλες τρεις και τα αφήνουμε ανενόχλητα και ανεξέλεγτα ν' ασκούν την υπερεξουσία της χειραγώγησης;Υπάρχουν και λειτουργούν θύλακες ελεύθερης σκέψης, συνδημιουργίας, διαλόγου και γνήσιας επικοινωνίας;
"Απέναντι στην τεχνολογική υπεροπλία, την υβριστική αλαζονεία, την τυφλή ματαιοδοξία και την ηθική τους εξόντωση είχαν να αντιτάξουν το ένα και μοναδικό όπλο που ήξεραν" ισχυρίζεται ο Δημήτρης Οικονόμου, στο πρώτο του μυθιστόρημα "Η Πόλη του Αναστέλλοντος Ηλίου" καθώς σκιαγραφεί ένα φυτώριο ελπίδας, ελευθερίας και ζωντανού οράματος εν μέσω ενός ζοφερού περιβάλλοντος, της παντοκρατορίας της "Δημόσιας Αισθητικής" που επιβάλλεται ύπουλα και καταστροφικά για την ανθρώπινη ευαισθησία, για το γνήσιο συναίσθημα, σε μια χώρα όπου σχεδόν απαγορεύεται ακόμα και ο μοναχικός περίπατος.
Ποια η σχέση ανάμεσα στην ελπίδα, το ψωμί και την πραγματικότητα; Αν χάσουμε την πρώτη, πού μπορούν να μας οδηγήσουν τα άλλα; Τι μπορούμε να πουλήσουμε για χάρη της επίδειξης, του σεξ και της κοινωνικότητας;
Είναι "το φθινόπωρο η πιο μελαγχολική πράξη";
ενώ σε ένα δεύτερο επίπεδο, προσωπικό, γεννιούνται κι άλλα ερωτήματα, σχετικά με τους χαρακτήρες…Μπορεί ένα όργανο του συστήματος, ν' αναγνωρίσει στον ίδιο του τον εαυτό και στο συσκοτισμένο παρελθόν, τέτοιες ποιότητες που να απαρνηθεί το δέλεαρ της επιφάνειας και να ταξιδέψει στο βάθος;Υπάρχουν συνεκτικοί δεσμοί, πέρα από τους ακατάλυτους δεσμούς του αίματος-σπέρματος αλλά και χρήματος-ματαιοδοξίας που ενώνουν τους ανθρώπους;
Και τέλος, ως πού μπορεί να φτάσει μία ανθρώπινη μονάδα, όταν έχει εκπληρωθεί συναισθηματικά;Μήπως δεν είναι τυχαίο ότι η εποχή δεν παράγει ούτε ιδέες ούτε υπερβάσεις, αφού οι άνθρωποι δεν μπορούν να ξεφύγουν από το ατομικό τους μικρόκοσμο εξαιτίας ακριβώς αυτής της έλλειψης;
Η συνέχεια στις σελίδες, στις δρόμους και στις γειτονιές, στο πολύ κοντινό μέλλον, στην πόλη που αγαπάμε και αναστέλλουμε. Αθηναϊκό μέχρι το κόκκαλο, οικείο παρά τη μελλοντολογία, αισιόδοξο στο βάθος, απαλλαγμένο από φοβίες ή τεχνάσματα, ένα λογοτεχνικό έργο στρογγυλό και ολοκληρωμένο κοιτάει τον ήλιο στα μάτια, την συσκοτισμένη αλήθεια, το πολυτεχνείο ξαναζεί.
Μαρία Ιωαννίδου , ηλεκτρονικό περιοδικό Βακχικόν, τεύχος Ιουνίου - Αυγούστου 2009
http://www.vakxikon.gr/index.php
Ή μήπως το πιο σοβαρό ασυμβίβαστο θ' άπρεπε να ισχύει ανάμεσα στην κατοχή πολιτικής, οικονομικής και μηντιακής εξουσίας απ' τη μία, εμπλοκής στην τέχνη απ΄την άλλη;Μήπως τα μήντια είναι πλέον η πρώτη εξουσία, ενώ εμείς ασχολούμαστε με τις άλλες τρεις και τα αφήνουμε ανενόχλητα και ανεξέλεγτα ν' ασκούν την υπερεξουσία της χειραγώγησης;Υπάρχουν και λειτουργούν θύλακες ελεύθερης σκέψης, συνδημιουργίας, διαλόγου και γνήσιας επικοινωνίας;
"Απέναντι στην τεχνολογική υπεροπλία, την υβριστική αλαζονεία, την τυφλή ματαιοδοξία και την ηθική τους εξόντωση είχαν να αντιτάξουν το ένα και μοναδικό όπλο που ήξεραν" ισχυρίζεται ο Δημήτρης Οικονόμου, στο πρώτο του μυθιστόρημα "Η Πόλη του Αναστέλλοντος Ηλίου" καθώς σκιαγραφεί ένα φυτώριο ελπίδας, ελευθερίας και ζωντανού οράματος εν μέσω ενός ζοφερού περιβάλλοντος, της παντοκρατορίας της "Δημόσιας Αισθητικής" που επιβάλλεται ύπουλα και καταστροφικά για την ανθρώπινη ευαισθησία, για το γνήσιο συναίσθημα, σε μια χώρα όπου σχεδόν απαγορεύεται ακόμα και ο μοναχικός περίπατος.
Ποια η σχέση ανάμεσα στην ελπίδα, το ψωμί και την πραγματικότητα; Αν χάσουμε την πρώτη, πού μπορούν να μας οδηγήσουν τα άλλα; Τι μπορούμε να πουλήσουμε για χάρη της επίδειξης, του σεξ και της κοινωνικότητας;
Είναι "το φθινόπωρο η πιο μελαγχολική πράξη";
ενώ σε ένα δεύτερο επίπεδο, προσωπικό, γεννιούνται κι άλλα ερωτήματα, σχετικά με τους χαρακτήρες…Μπορεί ένα όργανο του συστήματος, ν' αναγνωρίσει στον ίδιο του τον εαυτό και στο συσκοτισμένο παρελθόν, τέτοιες ποιότητες που να απαρνηθεί το δέλεαρ της επιφάνειας και να ταξιδέψει στο βάθος;Υπάρχουν συνεκτικοί δεσμοί, πέρα από τους ακατάλυτους δεσμούς του αίματος-σπέρματος αλλά και χρήματος-ματαιοδοξίας που ενώνουν τους ανθρώπους;
Και τέλος, ως πού μπορεί να φτάσει μία ανθρώπινη μονάδα, όταν έχει εκπληρωθεί συναισθηματικά;Μήπως δεν είναι τυχαίο ότι η εποχή δεν παράγει ούτε ιδέες ούτε υπερβάσεις, αφού οι άνθρωποι δεν μπορούν να ξεφύγουν από το ατομικό τους μικρόκοσμο εξαιτίας ακριβώς αυτής της έλλειψης;
Η συνέχεια στις σελίδες, στις δρόμους και στις γειτονιές, στο πολύ κοντινό μέλλον, στην πόλη που αγαπάμε και αναστέλλουμε. Αθηναϊκό μέχρι το κόκκαλο, οικείο παρά τη μελλοντολογία, αισιόδοξο στο βάθος, απαλλαγμένο από φοβίες ή τεχνάσματα, ένα λογοτεχνικό έργο στρογγυλό και ολοκληρωμένο κοιτάει τον ήλιο στα μάτια, την συσκοτισμένη αλήθεια, το πολυτεχνείο ξαναζεί.
Μαρία Ιωαννίδου , ηλεκτρονικό περιοδικό Βακχικόν, τεύχος Ιουνίου - Αυγούστου 2009
http://www.vakxikon.gr/index.php
Ετικέτες
Η ΠΟΛΗ ΤΟΥ ΑΝΑΣΤΕΛΛΟΝΤΟΣ ΗΛΙΟΥ
Τετάρτη 2 Σεπτεμβρίου 2009
ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΙΙΙ
ΕΡΩΤΙΚΟ-ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΘΡΙΛΕΡ
«... Nαι. Δεν έχουμε την ελευθερία να γράφουμε και να δημιουργούμε ό,τι θέλουμε. Σωστά. Aλλά υπάρχει ένα «αλλά». Δεν μας την επέβαλε κανείς. Mόνοι μας ψηφίζουμε τον Συνετό και την οικογένειά του εδώ και πενήντα χρόνια. O ελληνικός λαός. Aυτή είναι βούλησή του κι αυτήν υπηρετούμε πάνω απ’ όλα. Aν ο λαός είναι ηλίθιος ή τυφλός δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα γι’ αυτό. Kι αν ο Συνετός το εκμεταλλεύτηκε αυτό επιβάλλοντας τον δικό του τρόπο ζωής και σκέψης, μπράβο του. Tο μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να τον ξεστραβώσουμε...».
Μελλοντική ΕλλάδαEνα μυθιστόρημα φαντασίας που διαδραματίζεται σε μια μελλοντική Eλλάδα, κυριαρχημένη από την ιδιότυπη οικογενειοκρατία των Συνετών και το ιδεολόγημά τους της Δημόσιας Aισθητικής, μέσα σε συνθήκες ακραίας ανελευθερίας της έκφρασης, διαφθοράς και αποθέωσης της μετριότητας. Eνας διάσημος αρχιτέκτονας καλείται από τον πρωθυπουργό να δουλέψει για την ανέγερση ενός Mεγάρου, που θα αποτελέσει το σύμβολο της νέας εποχής, τον μοντέρνο Παρθενώνα, και μια γιάφκα καλλιτεχνών προσπαθεί ν’ ανατρέψει αυτό το σχέδιο.
Eνδιαφέρουσα απόπειρα, με ευδιάκριτες τις αναλογίες με τη σημερινή κατάσταση της χώρας. Eνα μυθιστόρημα, το πρώτο του συγγραφέα, που φέρνει στο προσκήνιο, τη νέα ιδεολογία που έρχεται να εγκατασταθεί στην κοινωνία, χωρίς βία αλλά απόλυτα. Eνα πολιτικό αλλά και ερωτικό και μαζί μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας που δεν εντάσσεται σε κάποια κατηγορία εκτός κι αν θεωρηθεί ένα μελλοντολογικό βιβλίο, που όμως, κι έτσι ξεφεύγει από τα καθιερωμένα του είδους, εφόσον το μέλλον του βιβλίου είναι ένα ζωντανό παρόν.
Eνα ολόκληρο σύμπαν χτίζει ο συγγραφέας, και πως όχι εφόσον είναι πολιτικός μηχανικός και γνωρίζει από κατασκευές. Στη λογοτεχνική του αυτή κατασκευή ο Oικονόμου θέτει τα θεμέλιά του στην ιστορία και οικοδομεί έναν κοινωνικό ιστό και μια πολιτική θέση για το μέλλον, που φαντάζει σκοτεινή. Oλα υπάρχουν σ’ αυτή την κοινωνία της Δημόσιας Aισθητικής, όπου η Aκρόπολη μοιάζει περιττή και όπου ο καθένας μπορεί να έχει διαφημιστικό χρόνο στην τηλεόραση για να αυτοπροβληθεί. O Oικονόμου δεν γράφει με στόχο να προκαλέσει όμως σίγουρα λειτουργεί ως υπόγειος «τρομοκράτης» καθώς πυροδοτεί σκέψεις, ιδέες, τρόμους.
Ερωτικά πάθη και βίαOι ήρωές του βρίσκονται εγκλωβισμένοι μέσα στον νέο αυτό κόσμο, που αποτελεί την ακραία διαστροφή του κόσμου μας σήμερα. O συγγραφέας κινεί τους ήρωές του σαν σε κινηματογραφική ταινία με πλοκή και μυστήριο. Mε ερωτικά πάθη και σκηνές βίας.
O ήρωάς του, κινείται σε έναν εφιαλτικό κόσμο, που όμως θεωρεί ότι οικείο, έχοντας απαρνηθεί ό,τι τον συνέδεε με το παρελθόν του... την μνήμη του... τις αρχές του.
Eχει αρνηθεί τα πάντα όπως ορίζει η νέα κοινωνία στην οποία μεγάλωσε και μετατρέπεται σε ένα ακόμη αναλώσιμο προϊόν, που όμως διαθέτει την κοινωνική επιφάνεια και την αποδοχή του συστήματος.
Eνα βιβλίο, μεταφορικό, τρυφερό και σκληρό και, δυστυχώς, προφητικό. Προφητικό χωρίς να φτιάχνει ένα παντελώς άγνωστο μέλλον, αλλά απλώς αναδιανέμοντας τα υλικά του παρόντος και δίνοντάς τους την ταχύτητα και τους ρυθμούς που έρχονται. Mια κοινωνία ελεύθερη για όλα όσα επιτρέπονται. H ελευθερία είναι μια υπόθεση που απασχολεί τον συγγραφέα καθώς οι ήρωές του βιώνουν αμήχανα την απουσία της. Eκείνος έχοντας αποδεχθεί το status quo κι εκείνη πολεμώντας το. Tο βιβλίο του διαπνέεται από ένα τόνο καταγγελίας των κακώς κειμένων της κοινωνίας χωρίς όμως βερμπαλισμούς αλλά αφήνοντας την φαντασία να οδηγήσει στις απαντήσεις ή στα νέα ερωτήματα. Yπάρχει μια αλληγορική διάθεση καθώς ο Oικονόμου ξεδιπλώνει τον λαμπερό κόσμο όσων είναι μέσα στο σύστημα αλλά και τον κόσμο που βιώνει... παράνομα την εξαθλίωση και την καταπίεση.
Kαι όλα αυτά μέσα από έναν αφηγηματικό τρόπο λιτό και αφαιρετικό, κυρίως προφορικό, σα να λέει ένα παραμύθι για μεγάλους καθισμένος στη μέση της αυλής.
"ΗΜΕΡΙΣΙΑ" Τέα Βασιλειάδου 4-7-09
«... Nαι. Δεν έχουμε την ελευθερία να γράφουμε και να δημιουργούμε ό,τι θέλουμε. Σωστά. Aλλά υπάρχει ένα «αλλά». Δεν μας την επέβαλε κανείς. Mόνοι μας ψηφίζουμε τον Συνετό και την οικογένειά του εδώ και πενήντα χρόνια. O ελληνικός λαός. Aυτή είναι βούλησή του κι αυτήν υπηρετούμε πάνω απ’ όλα. Aν ο λαός είναι ηλίθιος ή τυφλός δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα γι’ αυτό. Kι αν ο Συνετός το εκμεταλλεύτηκε αυτό επιβάλλοντας τον δικό του τρόπο ζωής και σκέψης, μπράβο του. Tο μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να τον ξεστραβώσουμε...».
Μελλοντική ΕλλάδαEνα μυθιστόρημα φαντασίας που διαδραματίζεται σε μια μελλοντική Eλλάδα, κυριαρχημένη από την ιδιότυπη οικογενειοκρατία των Συνετών και το ιδεολόγημά τους της Δημόσιας Aισθητικής, μέσα σε συνθήκες ακραίας ανελευθερίας της έκφρασης, διαφθοράς και αποθέωσης της μετριότητας. Eνας διάσημος αρχιτέκτονας καλείται από τον πρωθυπουργό να δουλέψει για την ανέγερση ενός Mεγάρου, που θα αποτελέσει το σύμβολο της νέας εποχής, τον μοντέρνο Παρθενώνα, και μια γιάφκα καλλιτεχνών προσπαθεί ν’ ανατρέψει αυτό το σχέδιο.
Eνδιαφέρουσα απόπειρα, με ευδιάκριτες τις αναλογίες με τη σημερινή κατάσταση της χώρας. Eνα μυθιστόρημα, το πρώτο του συγγραφέα, που φέρνει στο προσκήνιο, τη νέα ιδεολογία που έρχεται να εγκατασταθεί στην κοινωνία, χωρίς βία αλλά απόλυτα. Eνα πολιτικό αλλά και ερωτικό και μαζί μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας που δεν εντάσσεται σε κάποια κατηγορία εκτός κι αν θεωρηθεί ένα μελλοντολογικό βιβλίο, που όμως, κι έτσι ξεφεύγει από τα καθιερωμένα του είδους, εφόσον το μέλλον του βιβλίου είναι ένα ζωντανό παρόν.
Eνα ολόκληρο σύμπαν χτίζει ο συγγραφέας, και πως όχι εφόσον είναι πολιτικός μηχανικός και γνωρίζει από κατασκευές. Στη λογοτεχνική του αυτή κατασκευή ο Oικονόμου θέτει τα θεμέλιά του στην ιστορία και οικοδομεί έναν κοινωνικό ιστό και μια πολιτική θέση για το μέλλον, που φαντάζει σκοτεινή. Oλα υπάρχουν σ’ αυτή την κοινωνία της Δημόσιας Aισθητικής, όπου η Aκρόπολη μοιάζει περιττή και όπου ο καθένας μπορεί να έχει διαφημιστικό χρόνο στην τηλεόραση για να αυτοπροβληθεί. O Oικονόμου δεν γράφει με στόχο να προκαλέσει όμως σίγουρα λειτουργεί ως υπόγειος «τρομοκράτης» καθώς πυροδοτεί σκέψεις, ιδέες, τρόμους.
Ερωτικά πάθη και βίαOι ήρωές του βρίσκονται εγκλωβισμένοι μέσα στον νέο αυτό κόσμο, που αποτελεί την ακραία διαστροφή του κόσμου μας σήμερα. O συγγραφέας κινεί τους ήρωές του σαν σε κινηματογραφική ταινία με πλοκή και μυστήριο. Mε ερωτικά πάθη και σκηνές βίας.
O ήρωάς του, κινείται σε έναν εφιαλτικό κόσμο, που όμως θεωρεί ότι οικείο, έχοντας απαρνηθεί ό,τι τον συνέδεε με το παρελθόν του... την μνήμη του... τις αρχές του.
Eχει αρνηθεί τα πάντα όπως ορίζει η νέα κοινωνία στην οποία μεγάλωσε και μετατρέπεται σε ένα ακόμη αναλώσιμο προϊόν, που όμως διαθέτει την κοινωνική επιφάνεια και την αποδοχή του συστήματος.
Eνα βιβλίο, μεταφορικό, τρυφερό και σκληρό και, δυστυχώς, προφητικό. Προφητικό χωρίς να φτιάχνει ένα παντελώς άγνωστο μέλλον, αλλά απλώς αναδιανέμοντας τα υλικά του παρόντος και δίνοντάς τους την ταχύτητα και τους ρυθμούς που έρχονται. Mια κοινωνία ελεύθερη για όλα όσα επιτρέπονται. H ελευθερία είναι μια υπόθεση που απασχολεί τον συγγραφέα καθώς οι ήρωές του βιώνουν αμήχανα την απουσία της. Eκείνος έχοντας αποδεχθεί το status quo κι εκείνη πολεμώντας το. Tο βιβλίο του διαπνέεται από ένα τόνο καταγγελίας των κακώς κειμένων της κοινωνίας χωρίς όμως βερμπαλισμούς αλλά αφήνοντας την φαντασία να οδηγήσει στις απαντήσεις ή στα νέα ερωτήματα. Yπάρχει μια αλληγορική διάθεση καθώς ο Oικονόμου ξεδιπλώνει τον λαμπερό κόσμο όσων είναι μέσα στο σύστημα αλλά και τον κόσμο που βιώνει... παράνομα την εξαθλίωση και την καταπίεση.
Kαι όλα αυτά μέσα από έναν αφηγηματικό τρόπο λιτό και αφαιρετικό, κυρίως προφορικό, σα να λέει ένα παραμύθι για μεγάλους καθισμένος στη μέση της αυλής.
"ΗΜΕΡΙΣΙΑ" Τέα Βασιλειάδου 4-7-09
Ετικέτες
Η ΠΟΛΗ ΤΟΥ ΑΝΑΣΤΕΛΛΟΝΤΟΣ ΗΛΙΟΥ
Δευτέρα 24 Αυγούστου 2009
Η ΠΟΛΗ ΤΟΥ ΑΝΑΣΤΕΛΛΟΝΤΟΣ ΗΛΙΟΥ - ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΙΙ
Την εικόνα μιας μελλοντικής Ελλάδας (ή αυτής ενός παράλληλου παρόντος) σκιαγραφεί στο πρώτο του μυθιστόρημα ο Δημήτρης Οικονόμου. Μιας χώρας όπου έχει εδραιωθεί η Δημοκρατία της Δημόσιας Αισθητικής, θεμελιωμένη στο σύστημα Τριών Θεμελιωδών Αρχών, του Σεξ, της Κοινωνικότητας και της Επίδειξης, με σκοπό βεβαίως τη χειραγώγηση του πολίτη και την αποκοπή του από καθετί το δημιουργικό. Υπάρχουν αντιστάσεις; Σχεδιασμένο «αρχιτεκτονικά» (ο συγγραφέας είναι πολιτικός μηχανικός στο επάγγελμα) και χτισμένο αφηγηματικά σε πολλαπλά επίπεδα, το βιβλίο του Οικονόμου είναι κάτι παραπάνω από ένα απλώς ελπιδοφόρο λογοτεχνικό ντεμπούτο.
Θανάσης Μήνας ATHENS VOICE , 9-7-2009
Θανάσης Μήνας ATHENS VOICE , 9-7-2009
Ετικέτες
Η ΠΟΛΗ ΤΟΥ ΑΝΑΣΤΕΛΛΟΝΤΟΣ ΗΛΙΟΥ
Δευτέρα 3 Αυγούστου 2009
Η πόλη του αναστέλλοντος ήλιου - κριτικές
Γιώργος Ξενάριος, περιοδικό Διαβάζω τεύχος 497 μηνός Ιουνίου 2009:
Ο τρόμος της νεώτερης γενιάς για έναν αφόρητα ομογενοποιημένο κόσμο εντείνεται. Δεν εξηγείται διαφορετικά το γεγονός ότι έχουν πυκνώσει θεαματικά τα μυθιστορήματα νεότερων συγγραφέων που, κατατασσόμενα οικεία βουλήσει σ’ένα μελλοντολογικό πλαίσιο και υιοθετώντας μια μετα-καταστροφική ατμόσφαιρα , επιχειρούν, ακριβώς, να αναδείξουν τη σφραγίδα της ατομικότητας, χωρίς παράλληλα να υποτιμούν τη συλλογικότητα.
Σ αυτή την κατηγορία εντάσσεται και Η πόλη του αναστέλλοντος ήλιου του Δημήτρη Οικονόμου. Ο 35χρονος συγγραφέας δανείζεται στοιχεία από την πλούσια σχετική αγγλοσαξονική παράδοση, για να τα μεταφέρει στα καθ΄ημάς. Με κεντρικό άξονά του το πρόσωπο του επιτυχημένου αρχιτέκτονα της Νέας Εποχής Ζώη Δαμιανού συστήνει μια αλληγορική μετα-καταστροφική αφήγηση, βασιζόμενη, αφενός στην «πραγματική» ζωή και κίνηση των ηρώων του και, αφετέρου, στην «εικονική» εφιαλτική και ασφυκτική ατμόσφαιρα μιας απολύτως ρυθμιζόμενης και ετεροκαθοριζόμενης κοινωνίας. Ο συγγραφέας του Αναστέλλοντος ήλιου συνθέτει το μυθιστόρημά του γύρω από ένα καλά οργανωμένο αφηγηματικό σχέδιο: με μικρή, ελεγχόμενη ροή πληροφοριών προς τον αναγνώστη ετοιμάζει το έδαφος πάνω στο οποίο θα κινήσει τα πρόσωπά του. Επινοώντας εύστοχα μια εξουσία που κατά τα προφανή πολιτικά χαρακτηριστικά της, στοχεύει πρωτίστως στην αστυνόμευση του συλλογικού φαντασιακού και δευτερευόντως σε αυτή καθεαυτή την πολιτική και κοινωνική πράξη, θέτει ταυτόχρονα και το στόχο της δικής του αφήγησης: τη συγκρότηση μιας πολιτικής της ανατροπής, στόχος που υπηρετείται ασυγκρίτως καλύτερα από μια φαντασιακή ρύθμιση παρά από μια αμιγώς και προφανώς ακτιβιστική δράση.
ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ, για να επιτύχει τον ίδιο στόχο , ο συγγραφέας χρησιμοποιεί πολλά από τα στοιχεία που, παραδοσιακά, συγκροτούν αυτή την ποιητική: χιούμορ, σάτιρα, ειρωνεία, σαρκασμός, γκροτέσκο επιστρατεύονται, προκειμένου να βληθούν ένα σωρό ευρέως κυκλοφορούντα στερεότυπα της εποχής μας: «ομορφιά», «ευεξία», «ευτυχία», «θετική σκέψη» κλπ βρίσκονται διαρκώς στο στόχαστρο του Οικονόμου.
ΕΝΤΟΥΤΟΙΣ, την αποτελεσματικότητα της υπό μορφήν μυθιστορήματος κριτικής, που επιχειρεί να ασκήσει ο συγγραφέας, την υπονομεύει η υπερβολική σχηματικότητα που διαποτίζει όλο το βιβλίο. Σε όλο το μήκος του οι «καλές» ευγενείς ιδέες σαρκώνονται σε θετικούς ήρωες (και αντιστοίχως οι «κακές» σε αρνητικούς). Οι χαρακτήρες του μυθιστορήματος μοιάζουν να αντλούν την ύπαρξή τους από την ανάγκη να διατυπωθούν οι, προτερόχρονες, ιδέες του συγγραφέα. Σε μια – αρνητικότατη για τα δεδομένα του μυθιστορήματος- ομοφωνία και ομοχρωμία, οι ιδέες μοιάζουν να γεννούν τους ήρωες και όχι οι ήρωες τις ιδέες.
ΜΟΛΟΝΟΤΙ, όμως, αυτόν το σκόπελο – σύμφυτο σε κάθε αλληγορική αφήγηση – δεν μπόρεσε να τον παρακάμψει, ο συγγραφέας του Αναστέλλοντος ήλιου δείχνει να διαθέτει αρετές, ανάμεσα στις οποίες η στιβαρότητα της αφήγησης δεν είναι η μικρότερη.
Ο τρόμος της νεώτερης γενιάς για έναν αφόρητα ομογενοποιημένο κόσμο εντείνεται. Δεν εξηγείται διαφορετικά το γεγονός ότι έχουν πυκνώσει θεαματικά τα μυθιστορήματα νεότερων συγγραφέων που, κατατασσόμενα οικεία βουλήσει σ’ένα μελλοντολογικό πλαίσιο και υιοθετώντας μια μετα-καταστροφική ατμόσφαιρα , επιχειρούν, ακριβώς, να αναδείξουν τη σφραγίδα της ατομικότητας, χωρίς παράλληλα να υποτιμούν τη συλλογικότητα.
Σ αυτή την κατηγορία εντάσσεται και Η πόλη του αναστέλλοντος ήλιου του Δημήτρη Οικονόμου. Ο 35χρονος συγγραφέας δανείζεται στοιχεία από την πλούσια σχετική αγγλοσαξονική παράδοση, για να τα μεταφέρει στα καθ΄ημάς. Με κεντρικό άξονά του το πρόσωπο του επιτυχημένου αρχιτέκτονα της Νέας Εποχής Ζώη Δαμιανού συστήνει μια αλληγορική μετα-καταστροφική αφήγηση, βασιζόμενη, αφενός στην «πραγματική» ζωή και κίνηση των ηρώων του και, αφετέρου, στην «εικονική» εφιαλτική και ασφυκτική ατμόσφαιρα μιας απολύτως ρυθμιζόμενης και ετεροκαθοριζόμενης κοινωνίας. Ο συγγραφέας του Αναστέλλοντος ήλιου συνθέτει το μυθιστόρημά του γύρω από ένα καλά οργανωμένο αφηγηματικό σχέδιο: με μικρή, ελεγχόμενη ροή πληροφοριών προς τον αναγνώστη ετοιμάζει το έδαφος πάνω στο οποίο θα κινήσει τα πρόσωπά του. Επινοώντας εύστοχα μια εξουσία που κατά τα προφανή πολιτικά χαρακτηριστικά της, στοχεύει πρωτίστως στην αστυνόμευση του συλλογικού φαντασιακού και δευτερευόντως σε αυτή καθεαυτή την πολιτική και κοινωνική πράξη, θέτει ταυτόχρονα και το στόχο της δικής του αφήγησης: τη συγκρότηση μιας πολιτικής της ανατροπής, στόχος που υπηρετείται ασυγκρίτως καλύτερα από μια φαντασιακή ρύθμιση παρά από μια αμιγώς και προφανώς ακτιβιστική δράση.
ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ, για να επιτύχει τον ίδιο στόχο , ο συγγραφέας χρησιμοποιεί πολλά από τα στοιχεία που, παραδοσιακά, συγκροτούν αυτή την ποιητική: χιούμορ, σάτιρα, ειρωνεία, σαρκασμός, γκροτέσκο επιστρατεύονται, προκειμένου να βληθούν ένα σωρό ευρέως κυκλοφορούντα στερεότυπα της εποχής μας: «ομορφιά», «ευεξία», «ευτυχία», «θετική σκέψη» κλπ βρίσκονται διαρκώς στο στόχαστρο του Οικονόμου.
ΕΝΤΟΥΤΟΙΣ, την αποτελεσματικότητα της υπό μορφήν μυθιστορήματος κριτικής, που επιχειρεί να ασκήσει ο συγγραφέας, την υπονομεύει η υπερβολική σχηματικότητα που διαποτίζει όλο το βιβλίο. Σε όλο το μήκος του οι «καλές» ευγενείς ιδέες σαρκώνονται σε θετικούς ήρωες (και αντιστοίχως οι «κακές» σε αρνητικούς). Οι χαρακτήρες του μυθιστορήματος μοιάζουν να αντλούν την ύπαρξή τους από την ανάγκη να διατυπωθούν οι, προτερόχρονες, ιδέες του συγγραφέα. Σε μια – αρνητικότατη για τα δεδομένα του μυθιστορήματος- ομοφωνία και ομοχρωμία, οι ιδέες μοιάζουν να γεννούν τους ήρωες και όχι οι ήρωες τις ιδέες.
ΜΟΛΟΝΟΤΙ, όμως, αυτόν το σκόπελο – σύμφυτο σε κάθε αλληγορική αφήγηση – δεν μπόρεσε να τον παρακάμψει, ο συγγραφέας του Αναστέλλοντος ήλιου δείχνει να διαθέτει αρετές, ανάμεσα στις οποίες η στιβαρότητα της αφήγησης δεν είναι η μικρότερη.
Τρίτη 14 Ιουλίου 2009
ΡΕΙΦ ΦΕΙΝΣ ΚΑΙ ΕΛΕΝ ΜΙΡΕΝ, 2 ΙΕΡΑ ΤΕΡΑΤΑ
Φέτος είχα τη σπάνια τύχη να δω δυο παραστάσεις του εθνικού θεάτρου της Αγγλίας. Τη μία τον Δεκέμβριο στο Λονδίνο, με τον Ρέιφ Φέινς να παίζει Οιδίποδα Τύρανο και την άλλη με την Έλεν Μίρεν στη Φαίδρα στην Επίδαυρο το περασμένο Σάββατο.
Η ερμηνεία της Έλεν Μίρεν ήταν εξαιρετική στο ρόλο της Φαίδρας, της ερωτοχτυπημένης απελπισμένης μεσήλικης γυναίκας προς το νεαρό θετό γιο της, τον Ιππόλυτο, το γιο του Θησέα και μιας Αμαζόνας. Αεικίνητη, μικροκαμωμένη, κατάξανθη, αρκούσε μόνο το περπάτημά της για να πείσει το θεατή πως, παρά τα 60 της χρόνια, μπορούσε να παίξει και να υποστηριξει άνετα το ρόλο της γυναίακας που δεν έχει παραδοθεί στο χρόνο και διεκδικεί την καρδιά του κατά 40 χρόνια νεώτερου, πιο όμορφου και πιο αγνού (σύμφωνα με το μύθο) άντρα της Ελλάδας . Το λέω αυτό γιατί όσο κι αν μοιάζει με λεπτομέρεια μην ξεχνάμε ότι κατ' αρχήν βλέπουμε ένα θέαμα. (από τις πιο άστοχες παρόμοιες περιπτώσεις πχ, που μου έρχονται στο μυαλό είναι η κατά τα άλλα καταπληκτική σοπράνο Μαρίνα Κρίλοβιτς, πριν 10 χρόνια στο Μέγαρο να ερμηνεύει Κάρμεν και να μαγεύει (υποτίθεται) χορεύντας ένα ολόκληρο στράτευμα. Αλλά πως να χορέψει μαγευτικά μια προχωρημένης ηλικία, 2 φορές υπέρβαρη κυρία ;
Σε ένα έργο που δεν έχει πολλούς ρόλους και που η πλοκή ξετυλίσεται ανά ζεύγη η Μίρεν δεν σταματούσε ούτε λεπτό επάνω στη σκηνή, παίζοντας πολύ με τα χέρια της, ενώ ταυτόχρονα η φωνή της μέσα στον ιερό αυτό χώρο έπαιρνε όλες τις δυνατές αποχρώσεις του πόθου, της λαχτάρας , της ζήλειας, της εκδίκησης και της ενοχής. Συγκλονιστική η σκηνή της αποκάλυψης του έρωτά της στο αντικείμενο του πόθου της, στο νεαρό Ιππόλυτο όπου εκείνος παραμένει αγέρωχος και απόμακρος, πιστός στην αγάπη του για τον εξαφανισμένο πατέρα του και τον έρωτα του προς τη νεαρή πριγκίπισσα Αρικία.
Η Μίρεν ερμήνευσε εξαιρετικά το ρόλο που ονειρευόταν από μικρή, περιμένοντας τα χρόνια για να ωριμάσει ερμηνευτικά, με τρόπο πιστό στο πνεύμα μιας αρχαίας τραγωδίας και στις επιταγές ενός Εθνικού Θεάτρου. Ήταν σαν βλέπαμε τη Συνοδινού της Αγγλίας. Ο νεαρός Ιππόλυτος πάρα πολύ καλός, μ' ένα διάχυτο αισθησιασμό στην εμφάνισή του , σ' έναν εντελώς αβανταδόρικο ρόλο, του νεαρού ιδεαλιστή, άδωνη, πρίγκιπα. Ο δε Θησέας όλα τα λεφτά. Φεύγοντας άκουσα πολλούς να ξενίζουν με την επιλογή του Θησέα. Χοντρός με κοτσίδα και μούσια, άπλυτος, έμοιαζε πιο πολύ με γερμανό μηχανόβιο που πίνει μπύρες ακούγοντας Σκόρπιονς, παρά με τον ατρόμητο βασιλιά. 'Ομως ήδη από την αρχή ο Ρακίνας μας έχει προϊδεάσει. Ο Θησέας αγνοείται εδώ και χρόνια . Το πιο πιθανό να έχει ναυαγήσει σε ένα νησί τίγκα με γκόμενες και να την περνάει φίνα. Σκληρός με το γιο του, αδίστακτος με τους εχθρούς του με μια γυναίκα που δεν τον αγάπησε ποτέ, ήδη από την αρχή έχουμε καταλάβει ότι είναι το λείψανο μιας πάλαι ποτέ αυτοκρατορικής εποχής. Πολύ καλή και δίκαιη η επιλογη του σκηνοθέτη να τον δείξει ως ξεπεσμένο άρχοντα.
Το έργο του Ρακίνα, άγνωστο στο κοινό, ανέβηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Ο σπουδαιότερος κλασικός Γάλλος ποιητής - έζησε τον 17ο αιώνα - γράφει ένα δράμα στα πρότυπα των αρχαίων τραγικών αλλά με μια μικρή διαφορά: τα νηματα δεν τα κινούν οι θεοί ή η μοίρα αλλά η ... γκουβερνάντα!!!Σε μια ψυχαναλυτική εκδοχή προφανώς η γκουβερνάντα είναι το άλτερ έγκο της Φαίδρας, η καταπιεσμένη της συνείδηση, η διψασμένη της ψυχή, και άλλα πολλά. αλλά δεν παύει να είναι η γκουβερνάντα!Μια παραμάνα δεν θα είχε ποτέ τόσο κρίσιμο ρόλο στο έργο, πόσο μάλλον και μονόλογο!!!
Όμως ο Ρακίνας ζει στη Γαλλία, την εποχή της μεγάλης διαφθοράς των Καρδιναλίων και των Φεουδαρχών, έναν ολόκληρο αιώνα πριν την γαλλική επανάσταση, έχοντας πλήρως αντιληφθεί τις δολοπλοκίες και τις πλεκτάνες που εξυφαίνονται στις αυλές και στα κάστρα.
Και τον Δεκέμβριο είδα Ρέιφ Φέινς, σε μια παράσταση που 7 μήνες αργότερα τη θυμάμαι σαν να την ειδα χτες και που χαρακτηρίστηκε ως το πολιτιστικό γεγονός της χρονιάς στην Αγγλία και ως η σημαντικότερη των τελευταίων ετών .
Δίκαια ο Φέινς θεωρείται ο σπουδαιότερος εν ζωή ηθοποιός της πιο απαιτητικής θεατρικής σκηνής, της αγγλικής. Γνωστός από πολλές χολιγουντιανές ταινίες , ανάμεσά τους και ο Χάρι Πόττερ, μάλλον στη μεγάλη οθόνη αδικείται.
Πανύψηλος, κοντά 2 μέτρα, ευθυτενής, γυμνασμένος με τεράστιες πλάτες κι ένα ξυρισμένο γουλί κεφάλι, δέσποζε επάνω στη σκηνή, κυριαρχούσε χωρίς δεύτερη κουβέντα. Ήταν ο ατρόμητος βασιλιάς που οι θεοί βάλθηκαν να καταστρέψουν.
Συνεπικουρούμενος από ένα εκπληκτικά αφαιρετικό σκηνικό που το αποτελούσαν μια αψίδα 5 μέτρων και μια ξύλινη τάβλα με καρέκλες που περιστρέφονταν πολύ αργά, έδωσε έναν Οιδίποδα που όμοιο του δεν έχω ξαναδεί κι ούτε θα ξαναδώ. Κι όχι μόνο επειδή οι δικοί μας εδώ ακόμα αναλώνονται σε αρπαχτές και προχειρότητες (είναι ακόμα νωπές οι μνήμες από την 4ωρη περσινή παράσταση) αλλά γιατί έδωσε στην ερμηνεία του το κάτι παραπάνω, αυτό που, να με συμπαθάτε, περίμενα να δω και έλειπε από την Μίρεν : την αγγλοσαξωνική διάσταση, το βρετανικό φλέγμα.
Στο πρώτο μισό και μέχρι να αποκαλυφτεί η αλήθεια και να συντριβεί ο κραταιός Οιδίπους, όταν μιλάει γέρνει λίγο προς τα πίσω με το κεφάλι σε ελαφρώς πλάγια θέση, σε μια μοναδική κίνηση ειρωνίας. Τα χέρια του δεν μοιάζουν να ψαχνουν το κενό αναζητώντας βοήθεια, αλλά περιπλέκονται μεταξύ τους σε κινήσεις άσχετες με το λόγο σαν να σαρκάζουν τον συνομιλητή. Και στη συνέχεια όταν η αλήθεια τον χτυπάει αμίληκτα και συγκλονίζεται ψυχή τε και σώματι, τα χέρια του αναλαμβάνουν να εκφράσουν το κορμί του.
Το δε ξυρισμένο γουλί κεφάλι τονίζει ακόμα περισσότερο την αλλαζονία στα γαλάζια μάτια του και το ελαφρό υπομειδίαμα.
Ο Φέινς έχοντας κατακτήσει τη σκηνή και το κοινό εξαρχής με τη φυσική του παρουσία πολύ εύκολα εντάσσει στο παίξιμό του την ειρωνία και το σαρκασμό, το απρόσιτο και το περίοπτο. Ή ύβρις δεν είναι του Οιδίποδα, είναι όλης της βρετανικής αυτοκρατορίας.
Μια παράσταση που δυστυχώς δεν ήρθε στην Ελλάδα.
Σάββατο 13 Ιουνίου 2009
Κυριακή 7 Ιουνίου 2009
Σε δρομολογημένη πτώχευση τα βιβλιοπωλεία Kauffmann
"Εδώ και καιρό η γνωστή επιχείρηση ακούγεται ότι έχει προβλήματα. Με τρία βιβλιοπωλεία –Σταδίου, Σίνα και Κιάφας–, αποθήκη στον Κολωνό, εκδόσεις, τμήματα προώθησης και προμηθειών Δημοσίου, ο KΑΟΥΦΜΑΝ πωλείται και δεν πωλείται. Και τελικά εξυγιαίνεται. Διά του μαγικού τρόπου της αίτησης εισαγωγής του σε «προστατευτικό» άρθρο του πτωχευτικού κώδικα. Και της δημιουργίας μιας καινούριας εταιρείας που δήθεν απορροφά την εταιρεία του ΚΑΟΥΦΜΑΝ και τον αφήνει να ζήσει. Ή μήπως να πεθάνει;
Φαίνεται πως οι εργοδότες –παλιάς και καινούργιας εταιρείας– βρήκαν τον τρόπο, οι πρώτοι να ξεχρεώσουν στρίβοντας, οι δεύτεροι να αρπάξουν ό,τι απέμεινε από την κερδοφορία χρόνων.
Οι λόγοι του δράματος γνωστοί. Η περιώνυμη οικονομική κρίση που τόσο βολεύει τις εξυγιάνσεις. Ο αδυσώπητος ανταγωνισμός που τόσο παιδεύει τα πορτοφόλια των εργοδοτών. Και βέβαια τα γεγονότα του Δεκέμβρη που τόσο πισωδρόμησαν την κάρπωση κερδών τόσων χρόνων.
Και οι εργαζόμενοι του ΚΑΟΥΦΜΑΝ; Σε κάποιους προτάθηκαν πιεστικά εικονικές απολύσεις, δήλωσή τους σαν ανέργων στον ΟΑΕΔ, συνέχιση της εργασίας τους με μαύρα λεφτά στην καινούρια επιχείρηση έως την επαναπρόσληψή τους στην τελευταία. Δηλαδή πέρασμά τους από τη μία εταιρεία στην άλλη, χωρίς καμιά εξασφάλιση των εργασιακών τους δικαιωμάτων. Και τσέπωμα από τους καινούριους εργοδότες της επιδότησης του ΟΑΕΔ για την πρόσληψη ανέργων με κάρτα ανεργίας.
Σε άλλους ανακοινώθηκε ο δανεισμός τους στην καινούρια εταιρεία, χωρίς τη συναίνεσή τους, με το επιχείρημα ότι το συμβόλαιο που υπογράφτηκε ανάμεσα στους εργοδότες το προβλέπει.
Και οι υπόλοιποι; Καμιά επίσημη ανακοίνωση εκ μέρους της εργοδοσίας. Μόνο φοβέρες και απειλές. «Όποιος μιλά έξω από την επιχείρηση και ρουφιανεύει, θα βλέπει πόρτα». Και υποσχέσεις για μέλλον λαμπρό, ανόρθωση σε δύο, τέσσερα, πέντε χρόνια…
Φαίνεται πως για όλους τους εργαζόμενους του ΚΑΟΥΦΜΑΝ ένα προβλέπεται από τους εργοδότες. Να μείνουνε στο δρόμο. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Και με έναν κοινό παρονομαστή. Χωρίς την αποζημίωση που δικαιούνται.
Αρκετά όμως με τα παιχνίδια των εργοδοτών στην πλάτη μας. Εκείνοι πάντα κερδίζουν, ανοίξουν ή κλείσουν τα μαγαζιά τους, κι εμείς μένουμε πάντα στον άσο. Τα κέρδη τους είναι πολλαπλάσια των μισθών μας και οι ζημιές τους, για τις οποίες πάντα κλαίγονται, ούτε κατά φαντασία δεν αντιστοιχούν στα δικά μας προβλήματα.
v Να σταματήσουν να μας κοροϊδεύουν.
v Απαιτούμε την εξασφάλιση των θέσεων εργασίας μας.
Εργαζόμενοι, -ες στον ΚΑΟΥΦΜΑΝ
Ο ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΒΙΒΛΙΟΥ – ΧΑΡΤΟΥ ΑΤΤΙΚΗΣ συνυπογράφει το κείμενο των συναδέλφων και δηλώνει πως θα είναι στο πλευρό τους με κάθε τρόπο για την εξασφάλιση των θέσεων εργασίας και όλων των εργασιακών τους δικαιωμάτων."
Το μόνο που εχω να προσθέσω είναι ότι για όσους από εμάς υπήρξαμε παιδιά της Γαλλικής Ακαδημίας το βιλιοπωλείο αυτό είναι κομμάτι της παιδείας μας και των μαθητικών μας χρόνων.
Φαίνεται πως οι εργοδότες –παλιάς και καινούργιας εταιρείας– βρήκαν τον τρόπο, οι πρώτοι να ξεχρεώσουν στρίβοντας, οι δεύτεροι να αρπάξουν ό,τι απέμεινε από την κερδοφορία χρόνων.
Οι λόγοι του δράματος γνωστοί. Η περιώνυμη οικονομική κρίση που τόσο βολεύει τις εξυγιάνσεις. Ο αδυσώπητος ανταγωνισμός που τόσο παιδεύει τα πορτοφόλια των εργοδοτών. Και βέβαια τα γεγονότα του Δεκέμβρη που τόσο πισωδρόμησαν την κάρπωση κερδών τόσων χρόνων.
Και οι εργαζόμενοι του ΚΑΟΥΦΜΑΝ; Σε κάποιους προτάθηκαν πιεστικά εικονικές απολύσεις, δήλωσή τους σαν ανέργων στον ΟΑΕΔ, συνέχιση της εργασίας τους με μαύρα λεφτά στην καινούρια επιχείρηση έως την επαναπρόσληψή τους στην τελευταία. Δηλαδή πέρασμά τους από τη μία εταιρεία στην άλλη, χωρίς καμιά εξασφάλιση των εργασιακών τους δικαιωμάτων. Και τσέπωμα από τους καινούριους εργοδότες της επιδότησης του ΟΑΕΔ για την πρόσληψη ανέργων με κάρτα ανεργίας.
Σε άλλους ανακοινώθηκε ο δανεισμός τους στην καινούρια εταιρεία, χωρίς τη συναίνεσή τους, με το επιχείρημα ότι το συμβόλαιο που υπογράφτηκε ανάμεσα στους εργοδότες το προβλέπει.
Και οι υπόλοιποι; Καμιά επίσημη ανακοίνωση εκ μέρους της εργοδοσίας. Μόνο φοβέρες και απειλές. «Όποιος μιλά έξω από την επιχείρηση και ρουφιανεύει, θα βλέπει πόρτα». Και υποσχέσεις για μέλλον λαμπρό, ανόρθωση σε δύο, τέσσερα, πέντε χρόνια…
Φαίνεται πως για όλους τους εργαζόμενους του ΚΑΟΥΦΜΑΝ ένα προβλέπεται από τους εργοδότες. Να μείνουνε στο δρόμο. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Και με έναν κοινό παρονομαστή. Χωρίς την αποζημίωση που δικαιούνται.
Αρκετά όμως με τα παιχνίδια των εργοδοτών στην πλάτη μας. Εκείνοι πάντα κερδίζουν, ανοίξουν ή κλείσουν τα μαγαζιά τους, κι εμείς μένουμε πάντα στον άσο. Τα κέρδη τους είναι πολλαπλάσια των μισθών μας και οι ζημιές τους, για τις οποίες πάντα κλαίγονται, ούτε κατά φαντασία δεν αντιστοιχούν στα δικά μας προβλήματα.
v Να σταματήσουν να μας κοροϊδεύουν.
v Απαιτούμε την εξασφάλιση των θέσεων εργασίας μας.
Εργαζόμενοι, -ες στον ΚΑΟΥΦΜΑΝ
Ο ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΒΙΒΛΙΟΥ – ΧΑΡΤΟΥ ΑΤΤΙΚΗΣ συνυπογράφει το κείμενο των συναδέλφων και δηλώνει πως θα είναι στο πλευρό τους με κάθε τρόπο για την εξασφάλιση των θέσεων εργασίας και όλων των εργασιακών τους δικαιωμάτων."
Το μόνο που εχω να προσθέσω είναι ότι για όσους από εμάς υπήρξαμε παιδιά της Γαλλικής Ακαδημίας το βιλιοπωλείο αυτό είναι κομμάτι της παιδείας μας και των μαθητικών μας χρόνων.
Ετικέτες
ΣΤΟ ΕΚΚΡΕΜΕΣ ΕΝΟΣ ΠΑΡΑΞΕΝΟΥ ΕΛΚΥΣΤΗ
Τετάρτη 27 Μαΐου 2009
2009: ΕΤΟΣ ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟΥ
Όχι επειδή είχα υποσχεθεί στην Εαρινή Συμφωνία να συμμετέχω στο αφιέρωμα των μπλόγκερς για τον Γιάννη Ρίτσο, αλλά επειδή το είχα συνέχεια στο νου μου. Ένας από τους πιο εμβληματικούς στίχους που γράφτηκαν ποτέ σ΄αυτό τον τόπο, που γέννησε τόσο μεγάλους ποιητές συχνά γυροφέρνει στο μυαλό μου: "Μέρα μαγιού μου μίσεψες, μέρα μαγιού σε χάνω."
Στο αφιέρωμα για τον Γιάννη Ρίτσι θα μπορούσα να αναφέρω πολλά αποσπάσματα από τόσα πολλά και αγαπημένα ποιήματα του. Το νεκρό σπίτι, τα 18 λιανοτράγουδα, τη σονάτα, τη Ρωμιοσύνη, το Εμβατήριο του Ωκεανού και τόσα άλλα. Είναι τόσα πολλά, τόσο δυνατά, τόσο λυρικά, τόσο ξεχωριστά. Αλλά αυτός ο στίχος ίσως να συμπυκνώνει όλη την ποίηση του Ρίτσου. Από την 29η Μαίου 1453 η άνοιξη σε αυτό τον πανέμορφο τόπο ταυτίστηκε με το θάνατο και την απώλεια. Βέβαια, ήδη στη λαϊκή παράδοση ενυπάρχει ο επιτάφιος της Μεγάλης Παρακευής που ο λαός στολίζει με μύρα και περιφέρει μέσα στην ανοιξιάτικη πλημμυρισμένη με μυρωδιές απο νυχτολούλουδα και γιασεμιά νύχτα.
Στο αφιέρωμα για τον Γιάννη Ρίτσι θα μπορούσα να αναφέρω πολλά αποσπάσματα από τόσα πολλά και αγαπημένα ποιήματα του. Το νεκρό σπίτι, τα 18 λιανοτράγουδα, τη σονάτα, τη Ρωμιοσύνη, το Εμβατήριο του Ωκεανού και τόσα άλλα. Είναι τόσα πολλά, τόσο δυνατά, τόσο λυρικά, τόσο ξεχωριστά. Αλλά αυτός ο στίχος ίσως να συμπυκνώνει όλη την ποίηση του Ρίτσου. Από την 29η Μαίου 1453 η άνοιξη σε αυτό τον πανέμορφο τόπο ταυτίστηκε με το θάνατο και την απώλεια. Βέβαια, ήδη στη λαϊκή παράδοση ενυπάρχει ο επιτάφιος της Μεγάλης Παρακευής που ο λαός στολίζει με μύρα και περιφέρει μέσα στην ανοιξιάτικη πλημμυρισμένη με μυρωδιές απο νυχτολούλουδα και γιασεμιά νύχτα.
Ένας τόπος λουσμένος στο φως και τη θάλασσα αντί να γεννήσει χαρωπές και αισιόδοξες μελωδίες γεννάει ντέρτια και τραγούδια για τη ξενιτιά, θρήνους και μοιρολόγια. Γιατί δεν έχουμε τη μουσική παράδοση της Κούβας, του Μεξικό ή της Πολυνησίας; Να τραγουδάμε ωραία χαρούμενα τραγουδάκια; Με χούλα χουπ και άνθη περασμένα στη μέση μας; Τι μας ωθεί, ενώ έξω έχει 35 βαθμούς και το φως πολλαπλασιάζεται από τις αντηλιές της πέτρας και του κύματος και πλημμυρίζει τη φύση να μερακλώνουμε; Με ρεμπέτικα , Καζατζίδη και τα τελευταία χρόνια με Μάλαμα; Ποιος ανείπωτος καημός ταλανίζει τη ψυχή μας; Τι είναι αυτό που βασανίζει τον λαϊκό ποιητή και αποδίδει στον Αθανάσιο Διάκο το «για δες καιρό που διάλεξε ο χάρος να με πάρει, τώρα π΄ανθίζουν τα κλαδιά και βγάζει η γης χορτάρι» ή στο Σολωμό το «όποιος πεθαίνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει». Αυτή η αιώνια πάλη του Θανάτου με την Άνοιξη. Μην ξεχνάμε ότι και ο Πλούτωνας απαγάγει την Περσεφόνη την κόρη της Δήμητρας στον κάτω κόσμο. Κι έρχεται ο Ρίτσος και τα συμπυκνώνει όλα αυτά: και το Σολωμό και τον λαϊκό ποιητή και το Πάσχα με τον Επιτάφιο και τη βυζαντινή παράδοση και τη μυθολογία σ ένα μόνο στίχο. Ο Ρίτσος είναι ο τελευταίος εκφραστής της Ρωμιοσύνης. Από το θάνατό του και ύστερα αυτό που ο ίδιος τόσο αγάπησε και τόσο τραγούδησε, η ελληνική ταυτότητα, δεν υπάρχει πια. Τουλάχιστον όπως την ξέραμε.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)